Νόμος
100/1997
Περί εκλογικής διαδικασίας
(αποσπάσματα)
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ουγγρικής
Δημοκρατίας η ψήφος είναι καθολική
και ίση, η δε ψηφοφορία άμεση και μυστική.
Προκειμένου να κατοχυρωθούν η
δημοκρατικότητα και οι απαραίτητες
εγγυήσεις για την άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος και τη
διενέργεια της διαδικασίας των
εκλογών, των δημοψηφισμάτων και των
λαϊκών πρωτοβουλιών, η Βουλή
θεσπίζει τον ακόλουθο νόμο:
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Α΄
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ
ΚΑΝΟΝΕΣ
Σκοπός
Άρθρο 1. Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η
εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την
άσκηση από τους εκλογείς, τους
υποψηφίους, τις προτείνουσες
οργανώσεις και των εκλογικών
οργάνων των δικαιωμάτων που αφορούν
τις εκλογές, βάσει ενιαίων, σαφών
και απλών διαδικαστικών κανόνων,
εντός των πλαισίων της νομιμότητας.
Πεδίο εφαρμογής
Άρθρο 2. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται:
(α) για την εκλογή βουλευτών,
(β) για την εκλογή των συμβούλων και των
δημάρχων της τοπικής αυτοδιοίκησης,
καθώς και των μελών των τοπικών μειονοτικών
αυτοδιοικήσεων,
(γ) για τα εθνικά και τοπικά δημοψηφίσματα,
καθώς επίσης
(δ) για τις γενικές και τοπικές λαϊκές
πρωτοβουλίες,
(ε) για όσες άλλες εκλογικές διαδικασίες
προβλέπεται η εφαρμογή του παρόντος
νόμου από τις σχετικές διατάξεις [οι
περιπτώσεις των παραγράφων (α)‑(ε)
αποκαλούνται συλλήβδην «εκλογές»].
Θεμελιώδεις αρχές της εκλογικής
διαδικασίας
Άρθρο 3. Κατά την εφαρμογή των κανόνων της
εκλογικής διαδικασίας οι
εμπλεκόμενοι στις εκλογές πρέπει να
ακολουθούν τις κάτωθι θεμελιώδεις
αρχές:
(α) διαφύλαξη του αδιάβλητου των εκλογών,
αποτροπή της νόθευσης των εκλογών,
(β) εθελοντική συμμετοχή στην πρόταση
υποψηφίων, στην προεκλογική
εκστρατεία και στην ψηφοφορία,
(γ) ισότητα των ευκαιριών για όλους τους
υποψηφίους και προτείνουσες
οργανώσεις,
(δ) καλόπιστη και κατά προορισμό άσκηση
των δικαιωμάτων,
(ε) δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων και
αμερόληπτης εκδίκασης των
προσφυγών,
(ζ) ταχεία και αξιόπιστη εξαγωγή του
εκλογικού αποτελέσματος.
Γενικοί κανόνες
Άρθρο 4. (1) Η ημερομηνία των εκλογών
ορίζεται τουλάχιστον εβδομήντα δύο
(72) ημέρες προ της ημερομηνίας
διενέργειας της ψηφοφορίας.
(2) Σε περίπτωση που η εκλογική επιτροπή ή
το δικαστήριο ζητήσει την επανάληψη
της ψηφοφορίας, η εκλογική επιτροπή
ορίζει την επαναληπτική ψηφοφορία
για την έβδομη ημέρα από την
ημερομηνία διενέργειας της πρώτης
ψηφοφορίας.
(3) Οι ημερομηνίες που καθορίζονται στον
παρόντα νόμο είναι ανατρεπτικές και
λήγουν, εκτός εάν ο νόμος ορίζει
διαφορετικά, την καταληκτική ημέρα
της προθεσμίας και ώρα 4 μ.μ.
(4) Όσες προθεσμίες ορίζονται σε ημέρες
πρέπει να υπολογίζονται σε
ημερολογιακές ημέρες.
Άρθρο 5. Οι δαπάνες άσκησης των κρατικών
αρμοδιοτήτων που αφορούν την
προετοιμασία και τη διενέργεια των
εκλογών καλύπτονται από τον
κεντρικό προϋπολογισμό, στο μέτρο
που ορίζεται από τη Βουλή. Για τη
διαχείριση των σχετικών κονδυλίων η
Βουλή ενημερώνεται από το Ελεγκτικό
Συνέδριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρο 6. (1) Η
λειτουργία και οι δραστηριότητες
των εκλογικών επιτροπών και τα
δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση
οι εκλογικές επιτροπές είναι
δημόσια, με τις εξαιρέσεις που
προβλέπονται από τον νόμο. Η
δημοσιότητα της εκλογικής
διαδικασίας δεν μπορεί να
παραβιάζει τη μυστικότητα της
ψηφοφορίας και τα δικαιώματα που
αφορούν το άτομο και την προστασία
των προσωπικών δεδομένων.
(2) Αντίγραφα των πρωτοκόλλων τα οποία
συντάσσονται για το εκλογικό
αποτέλεσμα διατίθενται δωρεάν στις
προτείνουσες οργανώσεις καθώς και
στους μεμονωμένους υποψηφίους. Τα
ηλεκτρονικά δεδομένα των εκλογών
διατίθενται με τις ίδιες
προϋποθέσεις, αλλά με καταβολή
αντιτίμου σε όποιον τα ζητήσει.
(3) Τα οικεία εκλογικά γραφεία εκδίδουν
ανακοινώσεις με τις απαραίτητες
πληροφορίες για τις εκλογές (τόπος
και χρόνος της ψηφοφορίας,
υποψήφιοι, τοιχοκόλληση καταλόγων,
τρόπος διεξαγωγής της ψηφοφορίας,
εκλογικό αποτέλεσμα).
(4) Τα ονόματα των μελών της εκλογικής
επιτροπής και του προϊσταμένου του
εκλογικού γραφείου και η διεύθυνση
του γραφείου των εκλογικών οργάνων
πρέπει να δημοσιοποιούνται με όποιο
τρόπο κρίνεται πρόσφορο σε τοπικό
επίπεδο, ενώ τα ονόματα των μελών
των εκλογικών επιτροπών των μονοεδρικών
βουλευτικών εκλογικών περιφερειών
και των περιφερειακών εκλογικών
επιτροπών πρέπει να δημοσιεύονται
επίσης στις
επίσημες εφημερίδες του Δημοτικού
Συμβουλίου Πρωτευούσης και των
Νομαρχιακών Συμβουλίων,
προκειμένου δε για τα στοιχεία της
Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής στην
Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
(5) Τα εκλογικά γραφεία μεριμνούν ώστε να
παρέχεται στους εκλογείς γενική
ενημέρωση για τις πληροφορίες που
σχετίζονται με τις εκλογές και τον
τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας και
να δίνονται απαντήσεις στα
ερωτήματά τους.
(6) Την ημέρα της ψηφοφορίας και πριν από
το πέρας της διαδικασίας, τα
εκλογικά γραφεία δύνανται να
παρέχουν ενημέρωση για την
προσέλευση και την κατανομή των
ψηφοφόρων.
Άρθρο 7. Οι εκπρόσωποι του Τύπου μπορούν
να παρευρίσκονται κατά τις εργασίες
των εκλογικών επιτροπών, δεν
επιτρέπεται όμως να παρακωλύουν το
έργο τους.
Άρθρο 8. (1) Από την όγδοη ημέρα προ της
ψηφοφορίας έως και την περάτωση
αυτής δεν επιτρέπεται η δημοσίευση
του αποτελέσματος προεκλογικών
δημοσκοπήσεων.
(2) Κατά την ημέρα της ψηφοφορίας η
διεξαγωγή δημοσκοπήσεων
επιτρέπεται με τους εξής όρους:
(α) η δημοσκόπηση πρέπει να είναι ανώνυμη
και να βασίζεται στην αρχή της
εθελοντικότητας,
(β) απαγορεύεται η είσοδος των δημοσκόπων
στο κτίριο όπου ευρίσκεται το
κατάστημα ψηφοφορίας και η
παρενόχληση από αυτούς των εκλογέων
με οποιονδήποτε τρόπο, επιτρέπεται
δε να υποβάλλουν ερωτήσεις μόνον σε
όσους εξέρχονται
από το κατάστημα ψηφοφορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ, ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ
Άρθρο 9. (1) Οι εκλογικές περιφέρειες
πρέπει να διαμορφώνονται κατά τρόπο
ώστε να εξασφαλίζονται σε κάθε μία
από αυτές τα ίδια περίπου
πληθυσμιακά μεγέθη.
(2) Κατά τη διαμόρφωση των εκλογικών
περιφερειών πρέπει να λαμβάνονται
υπ’ όψη και οι μειονοτικές,
θρησκευτικές, ιστορικές,
γεωγραφικές και άλλες τοπικές
ιδιαιτερότητες.
Άρθρο 10. (1) Ο συνολικός αριθμός, η αύξουσα
αρίθμηση και η χωροταξική κατανομή
των εκλογικών τμημάτων, καθώς και η
διεύθυνση των καταστημάτων
ψηφοφορίας καθορίζονται από τον
προϊστάμενο του τοπικού εκλογικού
γραφείου, με κριτήριο να αναλογούν
σε κάθε εκλογικό τμήμα από 600 έως 1200
εκλογείς και συγχρόνως να έχει κάθε
δήμος ή κοινότητα τουλάχιστον από
ένα εκλογικό τμήμα. Ο προϊστάμενος
του τοπικού εκλογικού γραφείου
παρακολουθεί σε συνεχή βάση τις μεταβολές
που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των
εκλογικών τμημάτων και προβαίνει
στις απαραίτητες ενέργειες.
(2) Στους δήμους ή κοινότητες με δύο ή
περισσότερα εκλογικά τμήματα
πρέπει να ορίζεται το τμήμα όπου μπορούν
ψηφίσουν όσοι εκλογείς, σύμφωνα με
τη διάταξη περί υποχρεωτικής
δήλωσης της διεύθυνσης κατοικίας,
έχουν δηλώσει ως διεύθυνση το όνομα
του δήμου ή της κοινότητας. Σε
περίπτωση που ο δήμος έχει δύο ή
περισσότερες εκλογικές περιφέρειες,
ο προϊστάμενος του τοπικού
εκλογικού γραφείου επιλέγει με
κλήρωση την περιφέρεια στην οποία
θα ορίσει το προαναφερόμενο
εκλογικό τμήμα.
Άρθρο 11. Στο διάστημα από τον ορισμό της
ημερομηνίας των εκλογών έως την
ημέρα της ψηφοφορίας δεν
επιτρέπεται η μεταβολή των ορίων
του δήμου ή κοινότητας, η μεταβολή
των ορίων ή της αύξουσας αρίθμησης
της εκλογικής περιφέρειας ή του
εκλογικού τμήματος και η αλλαγή της
ονομασίας του δήμου ή της οδού, του
αριθμού οικίας ή οικοπέδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Οι εκλογικοί κατάλογοι
Άρθρο 12.
Μετά τον ορισμό της ημερομηνίας των
εκλογών, ο προϊστάμενος του τοπικού
εκλογικού γραφείου καταρτίζει και
ενημερώνει συνεχώς τον εκλογικό
κατάλογο βάσει του αρχείου
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας και του
καταλόγου των ενήλικων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος.
Άρθρο 13. (1)
Στον εκλογικό κατάλογο πρέπει να
περιληφθούν οι πολίτες με εκλογικό
δικαίωμα, των οποίων ο τόπος
κατοικίας ή, εφόσον στερούνται
τέτοιου, ο
τόπος διαμονής (εφεξής «διεύθυνση
κατοικίας») ευρίσκεται εντός των
ορίων του εκλογικού τμήματος.
(2) Ο
εκλογικός κατάλογος πρέπει να
καταρτιστεί έτσι ώστε να επιτρέπει
την αναγνώριση της πρωτεύουσας, του
νομού, του δήμου ή κοινότητας, και
ειδικότερα της εκλογικής
περιφέρειας, του εκλογικού τμήματος
και του εκλογέα. Ο εκλογικός
κατάλογος περιέχει
(α) το
ονοματεπώνυμο (προκειμένου για
θήλεις επιπροσθέτως το πατρικό
επώνυμο και το όνομα),
(β) τον
Ενιαίο Κωδικό Αριθμό Μητρώου,
(γ) τη
διεύθυνση κατοικίας,
(δ) τον
αύξοντα αριθμό του εκλογικού
καταλόγου του εκλογέα,
(ε) τις
ημερομηνίες γέννησης των εκλογέων
που έχουν το ίδιο ονοματεπώνυμο και
την ίδια διεύθυνση, ή, εφόσον
συμπίπτουν και αυτά, κάθε άλλο
αποδεικτικό της ταυτότητας φυσικό
στοιχείο.
Δημόσια πρόσβαση στους εκλογικούς
καταλόγους
Άρθρο 14. (1) Εξήντα (60) ημέρες προ της
ημερομηνίας διεξαγωγής της
ψηφοφορίας ο εκλογικός κατάλογος
πρέπει να διατεθεί σε δημόσια
πρόσβαση επί οκτώ (8) ημέρες,
χρονικό
διάστημα το οποίο πρέπει να
ανακοινώνεται με όποιο τρόπο
κρίνεται πρόσφορο σε τοπικό επίπεδο.
Στους εκλογείς γνωστοποιείται η
εγγραφή τους στους εκλογικούς
καταλόγους με έγγραφη ειδοποίηση το
αργότερον πενήντα οκτώ (58) ημέρες
προ της ημερομηνίας διεξαγωγής της
ψηφοφορίας.
(2) Η ειδοποίηση περιέχει το ονοματεπώνυμο,
τη διεύθυνση κατοικίας, τον Ενιαίο
Κωδικό Αριθμό Μητρώου, τον αύξοντα
αριθμό του εκλογέα στον εκλογικό
κατάλογο και λοιπά τεχνικά στοιχεία,
καθώς επίσης τον τόπο και χρόνο
διενέργειας της ψηφοφορίας σε
συνδυασμό με άλλες
χρήσιμες πληροφορίες.
(3) Ο εκλογικός κατάλογος που διατίθεται
σε δημόσια πρόσβαση δεν επιτρέπεται
να περιέχει τον Ενιαίο Κωδικό
Αριθμό Μητρώου.
(4) Ο προϊστάμενος του τοπικού εκλογικού
γραφείου μπορεί να αναθέσει την
τεχνική υλοποίηση του εκλογικού
καταλόγου, των ειδοποιήσεων και των
δελτίων πρότασης υποψηφίων σε άλλο
εκλογικό γραφείο, στον φορέα
λειτουργίας του περιφερειακού
συστήματος τήρησης
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας ή στην κεντρική υπηρεσία
του συστήματος. Οι ειδοποιήσεις και
τα δελτία πρότασης υποψηφίου
αποστέλλονται με μέριμνα και ευθύνη
του προϊσταμένου του τοπικού
εκλογικού γραφείου. Η αποστολή των
ειδοποιήσεων και των δελτίων
πρότασης δεν επιτρέπεται να
ανατεθεί σε προϊστάμενο ή μέλος
προτείνουσας οργάνωσης.
(5) Η επίδοση των
ειδοποιήσεων και των δελτίων
πρότασης υποψηφίων ελέγχεται από
τον προϊστάμενο του τοπικού
εκλογικού γραφείου.
(6) Όσοι εκλογείς δεν έχουν
λάβει την ειδοποίηση και το δελτίο
πρότασης υποψηφίου, μπορούν να τα
ζητήσουν από το τοπικό εκλογικό
γραφείο.
Αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων
Άρθρο 15. (1) Ο προϊστάμενος του τοπικού
εκλογικού γραφείου μεριμνά ώστε να
εγγραφούν στον εκλογικό κατάλογο
όσοι εκλογείς
(α) παραλείφθηκαν κατά παράβαση του νόμου,
(β) απέκτησαν το εκλογικό δικαίωμα μετά
την κατάρτιση του εκλογικού
καταλόγου, ή
(γ) ανέκτησαν και πάλι το εκλογικό
δικαίωμα,
και τους αποστέλλει σχετική έγγραφη
ειδοποίηση.
(2) Ο προϊστάμενος του τοπικού εκλογικού
γραφείου διαγράφει από τον εκλογικό
κατάλογο όσους πέθαναν, απώλεσαν το
εκλογικό τους δικαίωμα ή εγγράφηκαν
λόγω αλλαγής διεύθυνσης σε άλλο
εκλογικό κατάλογο.
(3) Ο
αναθεωρημένος εκλογικός κατάλογος
παραμένει διαθέσιμος για πρόσβαση
στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα
έως την προτελευταία ημέρα προ της
ψηφοφορίας.
Άρθρο 16. (1) Σε περίπτωση που ο εκλογέας μετά
την κατάρτιση του εκλογικού
καταλόγου αλλάξει διεύθυνση
κατοικίας, ο προϊστάμενος του
αρμόδιου τοπικού εκλογικού
γραφείου της νέας διεύθυνσης
κατοικίας τον εγγράφει στον
εκλογικό κατάλογο συγχρόνως με την
κατάθεση από τον τελευταίο της
σχετικής δήλωσης και του το
γνωστοποιεί επιδίδοντάς του
έγγραφη ειδοποίηση.
(2) Ο
προϊστάμενος του τοπικού εκλογικού
γραφείου ειδοποιεί αμελλητί τον
προϊστάμενο του αρμόδιου τοπικού
εκλογικού γραφείου της
προηγούμενης διεύθυνσης κατοικίας
ώστε ο τελευταίος να προβεί στη
διαγραφή του εκλογέα από τον
εκλογικό κατάλογο. Ο προϊστάμενος
του αρμόδιου τοπικού εκλογικού
γραφείου της προηγούμενης
διεύθυνσης κατοικίας γνωστοποιεί
διά της υπηρεσιακής οδού στον
προϊστάμενο του τοπικού εκλογικού
γραφείου της νέας διεύθυνσης
κατοικίας ότι ο πολίτης
(α) ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό
κατάλογο, ή
(β) ήταν εγγεγραμμένος στον κατάλογο των
ενήλικων πολιτών που στερούνται
εκλογικού δικαιώματος
(με
αναφορά στα αίτια)
(γ) έλαβε το πιστοποιητικό των άρθρων 89 ή
104, ή
(δ) δεν ήταν εγγεγραμμένος ούτε στον
εκλογικό κατάλογο ούτε στον
κατάλογο των ενήλικων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος.
(3) Στις
περιπτώσεις (α) και (β) της
παραγράφου (2) ο προϊστάμενος του
αρμόδιου εκλογικού γραφείου της
προηγούμενης διεύθυνσης κατοικίας
διαγράφει τον πολίτη από τον
εκλογικό κατάλογο ή από τον
κατάλογο των πολιτών που στερούνται
εκλογικού δικαιώματος.
(4) Στην
περίπτωση (β) της παραγράφου (2) ο
προϊστάμενος του αρμόδιου
εκλογικού γραφείου της νέας
διεύθυνσης κατοικίας διαγράφει τον
πολίτη από τον εκλογικό κατάλογο,
τον εγγράφει στον κατάλογο των
ενήλικων πολιτών που στερούνται
εκλογικού δικαιώματος και τον
ειδοποιεί σχετικά.
(5) Στην
περίπτωση (γ) της παραγράφου (2) ο
προϊστάμενος του αρμόδιου
εκλογικού γραφείου της νέας
διεύθυνσης κατοικίας διαγράφει τον
πολίτη από τον εκλογικό κατάλογο
και τον ειδοποιεί σχετικά.
(6) Στην
περίπτωση (δ) της παραγράφου (2) ο
προϊστάμενος του αρμόδιου
εκλογικού γραφείου της νέας
διεύθυνσης κατοικίας διαπιστώνει
την ύπαρξη του εκλογικού
δικαιώματος
μετά από συνεννόηση με
το κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας.
Τήρηση στοιχείων των ενήλικων πολιτών
που στερούνται εκλογικού
δικαιώματος
Άρθρο 17. (1) Οι υπηρεσίες των εδαφίων (α)‑(γ)
ενημερώνουν σε συνεχή βάση το
κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας για τις μεταβολές που
επέρχονται στα στοιχεία της
παραγράφου (2) των ενήλικων πολιτών
που στερούνται εκλογικού
δικαιώματος, ως ακολούθως:
(α) η υπηρεσία επιτροπείας η οποία
επιλαμβάνεται της δικαστικής
αντίληψης, για τη θέση υπό δικαστική
αντίληψη, στερητική ή περιοριστική
της δικαιοπρακτικής ικανότητας,
καθώς και για την άρση αυτής,
(β) το
Αρχηγείο του Σωφρονιστικού Σώματος,
μέσω της υπηρεσίας τήρησης του
ποινικού μητρώου, για τα άτομα τα
οποία έχουν καταδικαστεί
τελεσίδικα σε στέρηση των πολιτικών
τους δικαιωμάτων,
(γ) το
Αρχηγείο του Σωφρονιστικού Σώματος
για τους πολίτες, οι οποίοι εκτίουν
στερητική της ελευθερίας τους ποινή
ή έχουν υποβληθεί σε καταναγκαστική
θεραπεία σε ίδρυμα βάσει
τελεσίδικης ποινικής απόφασης.
(2) Η
γνωστοποίηση της παραγράφου (1)
περιέχει:
(α) το
ονοματεπώνυμο (προκειμένου για
θήλεις επιπροσθέτως το πατρικό
επώνυμο και το όνομα),
(β) τον
Ενιαίο Κωδικό Αριθμό Μητρώου,
(γ) την
αιτία, την έναρξη και την
αναμενόμενη ημερομηνία λήξης του
αποκλεισμού από την άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος.
(3) Το
κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας ενημερώνει τακτικά τον
κατάλογο των ενήλικων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος
με τα στοιχεία που τίθενται στη
διάθεσή του κατά τα οριζόμενα στην
παράγραφο (1) και προκειμένου για τα
στοιχεία ταυτότητας και διεύθυνσης
κατοικίας μεριμνά για τη συνεχή
ενημέρωση με τακτική παραλαβή
στοιχείων από το αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας.
(4) Σε
περίπτωση που ο πολίτης ανέκτησε το
εκλογικό του δικαίωμα ή έπαψε να
υπάγεται στις διατάξεις περί
τήρησης αρχείου προσωπικών
στοιχείων και κατοικίας κατοικιών,
τα στοιχεία του διαγράφονται από
τον κατάλογο. Τα στοιχεία του πολίτη
που διαγράφεται από τον κατάλογο
των ενήλικων πολιτών που στερούνται
εκλογικού δικαιώματος πρέπει να
φυλάσσονται επί έξι (6) μήνες από την
ημερομηνία της διαγραφής.
Άρθρο 18. (1) Ο
κατάλογος των ενήλικων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος
φυλάσσεται χωριστά από τα λοιπά
αρχεία της υπηρεσίας διαχείρισης,
εκτός από τον εκλογικό κατάλογο, και
χρησιμοποιείται αποκλειστικά για
την εξακρίβωση του εκλογικού
δικαιώματος, χωρίς να επιτρέπεται η
παροχή στοιχείων για άλλο σκοπό.
(2) Από τον
κατάλογο των ενηλίκων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος
το κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας δύναται να παρέχει
στοιχεία αφ’ ενός στις εκλογικές
επιτροπές, τα εκλογικά γραφεία και
τα δικαστήρια για τη διενέργεια των
εκλογών και για την επαλήθευση των
στοιχείων των πολιτών που υπέγραψαν
αίτηση δημοψηφίσματος ή λαϊκή
πρωτοβουλία και αφ’ ετέρου στους
δημάρχους για την εκλογή παρέδρων.
(3) Το
κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας προβαίνει, βάσει του
καταλόγου των ενηλίκων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος
και του αρχείου προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας, στον έλεγχο του
εκλογικού δικαιώματος των
υποψηφίων και σε περίπτωση μη
ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος
ειδοποιεί αμελλητί την αρμόδια
εκλογική επιτροπή.
(4) Το
κεντρικό αρχείο προσωπικών
στοιχείων και διευθύνσεων
κατοικίας δύναται επίσης να ελέγχει,
βάσει του καταλόγου των ενηλίκων
πολιτών που στερούνται εκλογικού
δικαιώματος και του αρχείου
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας, το εκλογικό
δικαίωμα των εκλεγμένων βουλευτών
και συμβούλων και σε περίπτωση μη
ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος
ειδοποιεί αμελλητί την αρμόδια
εκλογική επιτροπή.
Άρθρο 19. Mε
σκοπό την εξακρίβωση του εκλογικού
δικαιώματος
—σε σχέση μόνο με τον
πληθυσμό της εμπλεκόμενης στις
εκλογές εκλογικής περιφέρειας—, o
κατάλογος των ενηλίκων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος μπορεί
να συνδεθεί με το τοπικό,
περιφερειακό και κεντρικό αρχείο
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας, για το
χρονικό διάστημα από την ημέρα που
ορίζεται η ημερομηνία των εκλογών
έως τη δημοσίευση του οριστικού
εκλογικού αποτελέσματος. Η σύνδεση
πρέπει να διακοπεί αμέσως μετά τη
λήξη των προθεσμιών άσκησης ένδικων
μέσων που αφορούν τις εκλογές.
Άρθρο 20. Ο
κατάλογος των πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος
δεν είναι δημόσιος και πρόσβαση
επιτρέπεται μόνο στο εμπλεκόμενο
πρόσωπο και στα μέλη του
δικαστηρίου, της εκλογικής
επιτροπής και του εκλογικού
γραφείου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Οι εκλογικές επιτροπές
Άρθρο 21. (1) Οι εκλογικές επιτροπές είναι
ανεξάρτητα όργανα του εκλογικού
σώματος, κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους δεσμεύονται
αποκλειστικά από τον νόμο και ως
πρωταρχικό καθήκον έχουν την
εξαγωγή του εκλογικού
αποτελέσματος, τη διασφάλιση του
αδιάβλητου και της νομιμότητας των
εκλογών, την επιβολή της αρχής της
αμεροληψίας και, όταν απαιτείται,
την αποκατάσταση της έννομης
τάξης στις εκλογές.
(2) Ως εκλογικές επιτροπές νοούνται
(α) η εφορευτική επιτροπή,
(β) η τοπική εκλογική επιτροπή,
(γ) η εκλογική επιτροπή της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας,
(δ) η περιφερειακή εκλογική επιτροπή,
(ε) η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή.
(3) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η
εκλογική επιτροπή πρέπει να
θεωρείται ως δημόσια αρχή, τα δε μέλη
της ως δημόσιοι λειτουργοί.
(4) Τα μέλη της εκλογικής επιτροπής την
επομένη της ψηφοφορίας
απαλλάσσονται από τη νόμιμη
υποχρέωση παροχής εργασίας και
δικαιούνται για το διάστημα αυτό μέσο
μισθό ή ημερομίσθιο που
καταβάλλεται από τον εργοδότη.
Εντός πέντε (5) ημερών από τη
διενέργεια της ψηφοφορίας, ο
εργοδότης μπορεί να ζητήσει από το
εκλογικό γραφείο που εξυπηρετεί την
εκλογική επιτροπή ή, προκειμένου
για εφορευτική επιτροπή, από το
τοπικό εκλογικό γραφείο την
καταβολή του μισθού ή ημερομισθίου
που δικαιούται το προαναφερόμενο μέλος
του εκλογικού οργάνου.
Τα μέλη των εκλογικών επιτροπών
Άρθρο 22. (1) Με τις επιφυλάξεις των άρθρων
24, 25 και των παραγράφων (3)‑(4) του
άρθρου 27, μέλος της εκλογικής
επιτροπής μπορεί να είναι μόνον
όποιος εκλογέας έχει διεύθυνση
κατοικίας στην εκλογική περιφέρεια
ή —προκειμένου για τοπική
εκλογική επιτροπή— στον δήμο ή
κοινότητα.
(2) Δεν μπορεί να είναι μέλος εκλογικής
επιτροπής ο πρόεδρος της
δημοκρατίας, κρατικός ηγέτης,
προϊστάμενος δημόσιας υπηρεσίας,
βουλευτής ή σύμβουλος
αυτοδιοίκησης, νομάρχης, γραμματέας
πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας
αυτοδιοίκησης, μέλος εκλογικού
γραφείου, δημόσιος υπάλληλος
υπηρεσίας δημόσιας διοίκησης που
λειτουργεί στην περιοχή ευθύνης
της εκλογικής επιτροπής και
υποψήφιος που υπέβαλε υποψηφιότητα
στην εκλογική περιφέρεια.
(3) Εκτός των περιπτώσεων της παραγράφου (2)
δεν μπορεί να είναι αιρετό μέλος
εκλογικής επιτροπής μέλος οργάνωσης
που πρότεινε υποψήφιο στην εκλογική
περιφέρεια ή συγγενής υποψηφίου που
υπέβαλε υποψηφιότητα στην εκλογική
περιφέρεια.
(4) Πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους με
σχέσεις συγγένειας, δεν μπορούν να
είναι μέλη εκλογικών επιτροπών,
εφόσον αυτές κατά τη διαδικασία
εξέτασης μιας προσφυγής ενδέχεται
να σχετίζονται μεταξύ τους λόγω
λήψης ή αναθεώρησης απόφασης.
Άρθρο 23. (1)
Τα τρία (3) μέλη της εφορευτικής
επιτροπής και ο αναγκαίος αριθμός
αναπληρωματικών μελών εκλέγονται, μετά
από πρόταση του προϊσταμένου του
τοπικού εκλογικού γραφείου, από το
δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, μετά
την προκήρυξη των γενικών
βουλευτικών εκλογών και το
αργότερον την 20ή ημέρα προ της
ημέρας της ψηφοφορίας. Δήμοι ή
κοινότητες με ένα μόνο εκλογικό
τμήμα δεν εκλέγουν εφορευτική
επιτροπή [άρθρο 31, παρ. (2), εδ. (ν)].
(2) Τα τρία (3)
—σε δήμους ή κοινότητες με ένα μόνο
εκλογικό τμήμα πέντε (5)— μέλη της
τοπικής εκλογικής επιτροπής και ο
αναγκαίος αριθμός αναπληρωματικών
μελών εκλέγονται, μετά από πρόταση
του προϊσταμένου του τοπικού
εκλογικού γραφείου, από το δημοτικό
ή κοινοτικό συμβούλιο, μετά την
προκήρυξη των γενικών εκλογών των
δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων
και δημάρχων, το αργότερον την 51η
ημέρα προ της ημέρας της ψηφοφορίας.
(3) Τα τρία (3)
μέλη της εκλογικής επιτροπής της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας,
τα ισάριθμα μέλη της περιφερειακής
εκλογικής επιτροπής και ο αναγκαίος
αριθμός αντίστοιχων
αναπληρωματικών μελών εκλέγονται, μετά
από πρόταση του προϊσταμένου του
περιφερειακού εκλογικού γραφείου,
από το συμβούλιο του δήμου
Βουδαπέστης και τα νομαρχιακά
συμβούλια.
(4) Τα πέντε
(5) μέλη της Κεντρικής Εκλογικής
Επιτροπής και ο αναγκαίος αριθμός
αναπληρωματικών μελών εκλέγονται
από τη Βουλή, μετά από
πρόταση του υπουργού Εσωτερικών και
έχοντας υπόψη και τις υποδείξεις
των κομμάτων.
(5) Τα αιρετά
μέλη των εκλογικών επιτροπών των
παραγράφων (3)‑(4) εκλέγονται μετά
την προκήρυξη των γενικών
βουλευτικών επιτροπών, το αργότερον
την 51η ημέρα προ της
ημερομηνίας της ψηφοφορίας.
Άρθρο 24. Εάν μέχρι την προβλεπόμενη από
τον νόμο ημερομηνία δεν επιτευχθεί
η εκλογή των μελών της εφορευτικής
επιτροπής ή της τοπικής εκλογικής
επιτροπής λόγω μικρού αριθμού
κατοίκων, ασυμβίβαστου ή κωλύματος
του δημοτικού ή κοινοτικού
συμβουλίου, τα μέλη διορίζονται
αμελλητί, μετά από πρόταση του
προϊσταμένου του τοπικού εκλογικού
γραφείου, από την περιφερειακή
εκλογική επιτροπή.
Άρθρο 25. (1) Από ένα (1) ακόμη μέλος κάθε
εκλογικής επιτροπής —επιπλέον των
αναφερομένων στο άρθρο 23—
διορίζεται, αντιστοίχως, είτε από
την οργάνωση που προτείνει υποψήφιο
ή συνδυασμό στην εκλογική
περιφέρεια είτε από τον μεμονωμένο
υποψήφιο.
(2) Τα διοριζόμενα μέλη των εκλογικών
επιτροπών δηλώνονται στον πρόεδρο
της εκλογικής επιτροπής έως την 16η
ημέρα προ της ημερομηνίας της
ψηφοφορίας.
Άρθρο 26. (1) Η θητεία των αιρετών μελών της
εκλογικής επιτροπής διαρκεί μέχρι
την πρώτη συνεδρίαση της εκλογικής
επιτροπής, η οποία συγκροτείται,
κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, για
τις επόμενες γενικές εκλογές.
(2) Η θητεία του διορισμένου μέλους της
εκλογικής επιτροπής —με την
επιφύλαξη των οριζομένων στην
παράγραφο (3)— λήγει με την
ανακοίνωση του οριστικού
αποτελέσματος των εκλογών.
(3) Η θητεία των μελών της Κεντρικής
Εκλογικής Επιτροπής, τα οποία
διορίζονται κατά το άρθρο 25 από τα
κόμματα που στην πρώτη συνεδρίαση
της Βουλής συγκροτούν
κοινοβουλευτική ομάδα, διαρκεί έως
την ημερομηνία της παραγράφου (1) ή
έως τη διάλυση της κοινοβουλευτικής
ομάδας. Τα κόμματα που δεν διόρισαν
μέλος στην Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή κατά το άρθρο 25, αλλά
συγκρότησαν κοινοβουλευτική ομάδα
στην Βουλή, μπορούν να διορίζουν από
ένα (1) μέλος στην Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή, η θητεία των οποίων
διαρκεί έως την ημερομηνία της
παραγράφου (1) ή έως τη διάλυση της
κοινοβουλευτικής ομάδας.
(4) Εκτός από τις περιπτώσεις των
παραγράφων (1)‑(3), η θητεία του μέλους
της εκλογικής επιτροπής λήγει
(α) εφόσον παύσουν να συντρέχουν οι
νόμιμες προϋποθέσεις του διορισμού,
(β) εφόσον η εκλογική επιτροπή
διαπιστώσει το ασυμβίβαστο,
(γ) με παραίτηση,
(δ) με ανάκληση του διορισμού.
Άρθρο 27. (1) Σε περίπτωση που ένα αιρετό μέλος
της εκλογικής επιτροπής πεθάνει ή
λήξει η θητεία του για κάποιον από
τους λόγους του άρθρου 24, παρ. (4), τη
θέση του καταλαμβάνει το
αναπληρωματικό μέλος. Εάν δεν
υπάρχει αναπληρωματικό μέλος,
εκλέγεται νέο μέλος από το
συμβούλιο του δήμου, της κοινότητας,
της πρωτεύουσας και της νομαρχιακής
αυτοδιοίκησης ή από επιτροπή τους,
την οποία διορίζουν, προκειμένου δε
για την Κεντρική Εκλογική Επιτροπή
από τη Βουλή.
(2) Σε περίπτωση που ένα διορισμένο μέλος
της εκλογικής επιτροπής πεθάνει ή
λήξει η θητεία του για κάποιον από
τους λόγους του άρθρου 24, παρ. (4), η
προτείνουσα οργάνωση, ο μεμονωμένος
υποψήφιος ή η κοινοβουλευτική ομάδα
μπορεί να διορίζει νέο μέλος στη
θέση του.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου 24 εφαρμόζονται
όταν για κάποιον από τους λόγους που
αναφέρονται εκεί δεν επιτευχθεί η
εκλογή του νέου μέλους της
εφορευτικής επιτροπής ή της τοπικής
εκλογικής επιτροπής.
(4) Εάν την ημέρα της ψηφοφορίας τα μέλη
της εφορευτικής επιτροπής είναι
λιγότερα από πέντε (5), ο
προϊστάμενος του τοπικού εκλογικού
γραφείου συμπληρώνει την επιτροπή
από τα αναπληρωματικά μέλη ή από τα
μέλη άλλης εφορευτικής επιτροπής.
Εάν η εφορευτική επιτροπή δεν μπορεί
να συμπληρωθεί με τον τρόπο αυτό,
τότε ο προϊστάμενος του
περιφερειακού εκλογικού γραφείου
φροντίζει για τη συμπλήρωση,
διορίζοντας μέλη ή αναπληρωματικά μέλη
που έχουν ορκιστεί, από την
εφορευτική επιτροπή κάποιου άλλου
δήμου ή κοινότητας.
Άρθρο 28. (1) Τα μέλη της εκλογικής
επιτροπής ορκίζονται ενώπιον του
αρμόδιου δημάρχου, του δημάρχου του
δήμου Βουδαπέστης, του νομάρχη ή του
Προέδρου της Βουλής, αντιστοίχως. Το
κείμενο του όρκου ορίζεται στο
Παράρτημα 1.
(2) Μετά την εκλογή και την ορκωμοσία των μελών
η εκλογική επιτροπή συνέρχεται σε
συνεδρίαση και συγκροτείται σε σώμα.
Στην πρώτη συνεδρίασή της εκλέγει
από τα αιρετά μέλη τον πρόεδρο και
τον αναπληρωτή του.
(3) Η εκλογική επιτροπή εκπροσωπείται από
τον πρόεδρο. Όταν η εκλογική
επιτροπή δεν έχει πρόεδρο ή ο
πρόεδρος κωλύεται, χρέη προέδρου
εκτελεί ο αναπληρωτής του.
(4) Τα αιρετά και τα διορισμένα μέλη έχουν
τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις,
με μόνη διαφορά ότι τα διορισμένα μέλη
δεν δικαιούνται αποζημίωση.
Αποφάσεις της εκλογικής
επιτροπής
Άρθρο 29. (1) Η εκλογική επιτροπή λειτουργεί
ως συλλογικό όργανο. Για τη λήψη των
αποφάσεων απαιτείται η παρουσία της
πλειοψηφίας των μελών και η
ταυτόσημη ψήφος της πλειοψηφίας των
μελών. Έγκυρες μορφές ψηφοφορίας
είναι η θετική και η αρνητική ψήφος.
(2) Η εκλογική επιτροπή εκδίδει
αιτιολογημένες αποφάσεις. Η γνώμη
της μειοψηφίας καταχωρίζεται στα
πρακτικά μαζί με την αιτιολογία.
Εφορευτική επιτροπή
Άρθρο 30. (1) Η εφορευτική επιτροπή
απαρτίζεται από πέντε (5)
τουλάχιστον μέλη.
(2) Η εφορευτική επιτροπή
(α) ελέγχει το κατάστημα ψηφοφορίας,
συντονίζει την ψηφοφορία, μεριμνά
για τη συμμόρφωση της διαδικασίας
με τον νόμο,
(β) κρίνει τις διαφορές που ανακύπτουν
κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας,
(γ) καταμετρά τις ψήφους και εξάγει το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στο
εκλογικό τμήμα,
(δ)
εισηγείται στην αρμόδια εκλογική
επιτροπή την ακύρωση του
αποτελέσματος της ψηφοφορίας στο
εκλογικό τμήμα, εφόσον διαπιστώσει
ότι έγινε παράβαση που συνιστά
ουσιαστικό επηρεασμό του
αποτελέσματος,
(ε) συντάσσει το πρωτόκολλο της
ψηφοφορίας.
Τοπική εκλογική επιτροπή
Άρθρο 31. (1) Η τοπική εκλογική επιτροπή
απαρτίζεται από τρία (3) τουλάχιστον
μέλη, στους δε δήμους ή κοινότητες
με ένα μόνο εκλογικό τμήμα από πέντε
(5) μέλη.
(2) Η τοπική εκλογική επιτροπή:
(α) αποφασίζει για την εγγραφή ή απόρριψη
των υποψηφίων, των συνδυασμών και
των προτεινουσών οργανώσεων,
(β) καθορίζει με κλήρωση τη σειρά των
συνδυασμών,
(γ) εγκρίνει τα στοιχεία που αναγράφονται
στα ψηφοδέλτια του δήμου ή
κοινότητας,
(δ) κρίνει τις ενστάσεις που υποβάλλονται,
(ε) ακυρώνει το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, εφόσον
διαπιστώσει ότι έγινε παράβαση που συνιστά ουσιαστικό
επηρεασμό του αποτελέσματος,
(ζ) σε περίπτωση ισοψηφίας ενεργεί
κλήρωση για την ανάδειξη του
επιτυχόντος υποψηφίου,
(η) εξάγει και ανακοινώνει το εκλογικό
αποτέλεσμα,
(θ) σε περίπτωση ισοψηφίας ενεργεί
κλήρωση για την ανάδειξη του
επιτυχόντος υποψηφίου,
(ι) ανακηρύσσει τους συμβούλους και τον
δήμαρχο της περιοχής ευθύνης του,
εκδίδοντας τη σχετική πράξη
ανακήρυξης,
(κ) προκηρύσσει τις επαναληπτικές εκλογές
και ορίζει τις ημερομηνίες βάσει
του ημερολογίου,
(λ) εφόσον διαπιστώσει παράβαση,
απευθύνεται για λήψη απόφασης στο
αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο,
(μ) προκηρύσσει τις εκλογές της τοπικής μειονοτικής
αυτοδιοίκησης,
(ν) σε δήμο ή κοινότητα με ένα μόνο
εκλογικό τμήμα εκτελεί και χρέη
εφορευτικής επιτροπής.
Εκλογική επιτροπή μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας
Άρθρο 32. (1) Η εκλογική επιτροπή της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας
απαρτίζεται από τρία (3) τουλάχιστον
μέλη.
(2) Η εκλογική επιτροπή της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας:
(α) αποφασίζει για την εγγραφή ή απόρριψη
των υποψηφίων και των προτεινουσών
οργανώσεων,
(β) εγκρίνει τα στοιχεία που αναγράφονται
στα ψηφοδέλτια της εκλογικής
περιφέρειας,
(γ) κρίνει τις ενστάσεις που υποβάλλονται,
(δ) ακυρώνει το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, εφόσον
διαπιστώσει ότι έγινε παράβαση που συνιστά ουσιαστικό
επηρεασμό του αποτελέσματος,
(ε) εξάγει και ανακοινώνει το εκλογικό
αποτέλεσμα,
(ζ) ανακηρύσσει τον βουλευτή της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας,
εκδίδοντας τη σχετική πράξη
ανακήρυξης,
(η) απευθύνεται στην Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή για την προκήρυξη
επαναληπτικών εκλογών,
(λ) εφόσον διαπιστώσει παράβαση,
απευθύνεται για λήψη απόφασης στο
αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο.
Περιφερειακή εκλογική
επιτροπή
Άρθρο 33. (1) Η περιφερειακή εκλογική
επιτροπή απαρτίζεται από τρία (3)
τουλάχιστον μέλη.
(2) Η περιφερειακή εκλογική επιτροπή:
(α) αποφασίζει για την εγγραφή ή απόρριψη
των συνδυασμών, των
εγγεγραμμένων σε αυτούς υποψηφίων
και των προτεινουσών οργανώσεων,
(β) καθορίζει με κλήρωση τη σειρά των
συνδυασμών,
(γ) εγκρίνει τα στοιχεία που αναγράφονται
στα ψηφοδέλτια της εκλογικής
περιφέρειας,
(δ) κρίνει τις ενστάσεις που υποβάλλονται,
(ε) ακυρώνει το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, εφόσον
διαπιστώσει ότι έγινε παράβαση που συνιστά ουσιαστικό
επηρεασμό του αποτελέσματος,
(ζ) εξάγει και ανακοινώνει το εκλογικό
αποτέλεσμα,
(η) ανακηρύσσει τους συμβούλους της
περιοχής ευθύνης του, εκδίδοντας τη
σχετική πράξη ανακήρυξης,
(θ) εφόσον διαπιστώσει παράβαση,
απευθύνεται για λήψη απόφασης στο
αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο.
Κεντρική Εκλογική Επιτροπή
Άρθρο 34. (1) Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή
απαρτίζεται από πέντε (5)
τουλάχιστον μέλη.
(2) Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή
(α) εκδίδει γνωμοδοτήσεις για την ενιαία
ερμηνεία και εφαρμογή της εκλογικής
νομοθεσίας· κατά των γνωμοδοτήσεων
δεν χωρεί προσφυγή· οι
γνωμοδοτήσεις πρέπει να
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της
Κυβέρνησης,
(β) αποφασίζει για την εγγραφή ή απόρριψη
των συνδυασμών, των
εγγεγραμμένων σε αυτούς υποψηφίων
και των προτεινουσών οργανώσεων,
(γ) καθορίζει με κλήρωση τη σειρά των
συνδυασμών,
(δ) εγκρίνει τα στοιχεία που αναγράφονται
στα ψηφοδέλτια του εθνικού
δημοψηφίσματος,
(ε) κρίνει τις ενστάσεις που υποβάλλονται,
(ζ) ακυρώνει το
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, εφόσον
διαπιστώσει ότι έγινε παράβαση που συνιστά ουσιαστικό
επηρεασμό του αποτελέσματος,
(η) ανακηρύσσει τις προτείνουσες
οργανώσεις, οι οποίες υπερέβησαν το
προβλεπόμενο από τον νόμο
ποσοστιαίο εκλογικό όριο,
(θ) ανακηρύσσει τους επιτυχόντες
βουλευτές των ψηφοδελτίων
Επικρατείας βάσει του συνολικού
αθροίσματος του αχρησιμοποίητου
υπόλοιπου των ψήφων,
(ι) ανακηρύσσει τους επιτυχόντες
βουλευτές, εκδίδοντας τη σχετική
πράξη ανακήρυξης
(κ) εξάγει και ανακοινώνει το εκλογικό
αποτέλεσμα όπως αυτό προκύπτει από
την τελική καταμέτρηση,
(λ) προκηρύσσει την αναπληρωματική
βουλευτική εκλογή και ορίζει τις
ημερομηνίες βάσει του ημερολογίου,
(μ) εφόσον διαπιστώσει παράβαση,
απευθύνεται για λήψη απόφασης στο
αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο,
(ν)
ενημερώνει τη Βουλή με έκθεσή της
για τις γενικές εκλογές των
βουλευτών, των δημοτικών και
κοινοτικών συμβούλων και δημάρχων,
καθώς και για τα εθνικά
δημοψηφίσματα,
(ο) ασκεί
όλες τις αρμοδιότητες που του
ανατίθενται από τον νόμο.
Τα εκλογικά γραφεία
Άρθρο 35. (1)
Τα εκλογικά γραφεία είναι υπηρεσίες
οι οποίες ασκούν τις κρατικές
αρμοδιότητες που αφορούν την
προετοιμασία, οργάνωση και
διενέργεια των εκλογών, την
αντικειμενική ενημέρωση
των εκλογέων, των
υποψηφίων και των προτεινουσών
οργανώσεων, τη διαχείριση των
εκλογικών δεδομένων, τη δημιουργία
των τεχνικών προϋποθέσεων, τον
έλεγχο συνδρομής των νόμιμων
πρϋποθέσεων και της τήρησης των
κανόνων της επιστήμης.
(2) Εκτός από
την εφορευτική επιτροπή, κάθε
εκλογική επιτροπή εξυπηρετείται
από εκλογικό γραφείο. Η εφορευτική
επιτροπή πλαισιώνεται από ένα μέλος
του τοπικού εκλογικού γραφείου, ο
οποίος εκτελεί χρέη πρακτικογράφου.
(3) Του
τοπικού εκλογικού γραφείου και του
εκλογικού γραφείου της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας
προΐσταται ο αρμόδιος γραμματέας
της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης, του
δε περιφερειακού εκλογικού
γραφείου ο γενικός γραμματέας της
δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Άρθρο 36. (1) Τα μέλη του εκλογικού γραφείου
διορίζονται από τον προϊστάμενο του
εκλογικού γραφείου, ο δε
προϊστάμενος και τα μέλη του
Κεντρικού Εκλογικού Γραφείου από
τον υπουργό Εσωτερικών, με θητεία
αορίστου χρόνου.
(2) Ο
προϊστάμενος του εκλογικού
γραφείου ορκίζεται ενώπιον του
προϊσταμένου του ιεραρχικά
ανώτερου γραφείου. Τα μέλη του
εκλογικού γραφείου και ο
προϊστάμενος του Κεντρικού
Εκλογικού Γραφείου ορκίζονται κατά
τον διορισμό τους ενώπιον του
διορίζοντος. Το κείμενο του όρκου
ορίζεται στο Παράρτημα 1.
Άρθρο 37. (1) Ως μέλος εκλογικού γραφείου μπορούν
να διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι
και υπάλληλοι νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου.
(2) Δεν μπορούν
να αποτελούν μέλος εκλογικού
γραφείου βουλευτές, δημοτικοί ή
κοινοτικοί σύμβουλοι, δήμαρχοι,
νομάρχες, μέλη εκλογικής επιτροπής,
πρόσωπα που υπέβαλαν υποψηφιότητα
στην εκλογική περιφέρεια και οι
συγγενείς αυτών, καθώς και μέλη
προτεινουσών οργανώσεων που
πρότειναν δικό τους υποψήφιο στην
εκλογική περιφέρεια.
(3) Ο προϊστάμενος του εκλογικού γραφείου
οφείλει να γνωστοποιεί αμελλητί
στον προϊστάμενο του ιεραρχικά
ανώτερου γραφείου —ο δε
προϊστάμενος του Κεντρικού
Εκλογικού Γραφείου στον υπουργό
Εσωτερικών— αν προκύψουν λόγοι
εξαίρεσής του, οπότε εκείνος
διορίζει νέο προϊστάμενο του
γραφείου. Τα μέλη του εκλογικού
γραφείου οφείλουν να ενημερώνουν
αμελλητί τον προϊστάμενο του
γραφείου για τους λόγους εξαίρεσής
τους που προέκυψαν, οπότε εκείνος τα
απαλλάσσει των καθηκόντων τους.
Άρθρο 38. (1) Καθήκοντα του εκλογικού
γραφείου:
(α) δημοσιεύει ανακοίνωση για την
ημερομηνία της ψηφοφορίας, με
πληροφορίες για τις εκλογές, την
πρόταση υποψηφιότητας και τη
διενέργεια της ψηφοφορίας, καθώς
και για τον αριθμό των προτάσεων
υποψηφίων που απαιτούνται για να
είναι έγκυρη η υποψηφιότητα,
(β) ανακοινώνει τα ονόματα των υποψηφίων
της εκλογικής περιφέρειας, τις
ονομασίες των αντίστοιχων
προτεινουσών οργανώσεων ή την
ιδιότητα του μεμονωμένου υποψηφίου,
κατά περίπτωση,
(γ) ανακοινώνει τα ονόματα των εκλογικών
επιτροπών και του προϊσταμένου του
εκλογικού γραφείου, καθώς και τη
διεύθυνση των γραφείων των
εκλογικών οργάνων,
(δ) οργανώνει την εκπαίδευση των μελών των
εκλογικών οργάνων, διασφαλίζει την
αντικειμενική ενημέρωση των
εκλογέων,
(ε) μεριμνά για τη λειτουργία των
πληροφοριακών συστημάτων,
(ζ) ασκεί τα τεχνικά καθήκοντα που αφορούν
τον έλεγχο των προτάσεων υποψηφίων,
(η) μεριμνά για τη λειτουργία των
προγραμμάτων εντοπισμού εκλογικής
απάτης,
(θ) ασκεί διάφορα άλλα καθήκοντα, όπως
αυτά ορίζονται στη σχετική απόφαση
του υπουργού Εσωτερικών.
(2) Μπορεί να εκδίδει με μέριμνα και ευθύνη
του εκλογικού γραφείου έντυπα και
ανακοινώσεις δημοσίου
ενδιαφέροντος.
Άρθρο 39. (1) Το διοικητικό έργο των
εκλογικών γραφείων συντονίζεται
από τον υπουργό Εσωτερικών, μέσω του
προϊσταμένου του Κεντρικού
Εκλογικού Γραφείου.
(2) Στα πλαίσια των καθηκόντων που
ορίζονται στον παρόντα νόμο, ο
προϊστάμενος του Κεντρικού
Εκλογικού Γραφείου μπορεί να δίνει
άμεση εντολή στους προϊσταμένους
των υπόλοιπων εκλογικών γραφείων, ο
δε προϊστάμενος του περιφερειακού
εκλογικού γραφείου, εντός της
περιοχής ευθύνης του, στον
προϊστάμενο του εκλογικού γραφείου
της μονοεδρικής βουλευτικής
εκλογικής περιφέρειας και του
τοπικού εκλογικού γραφείου και ο
προϊστάμενος του εκλογικού
γραφείου της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας,
εντός της περιοχής ευθύνης του, στον
προϊστάμενο του τοπικού εκλογικού
γραφείου.
(3) Οι δήμαρχοι, τα δημοτικά, κοινοτικά και
νομαρχιακά συμβούλια και τα
διοικητικά όργανα αυτών δεν μπορούν
να δίνουν εντολές στον προϊστάμενο
και τα μέλη του εκλογικού γραφείου
για την εκτέλεση καθηκόντων που
αφορούν την προετοιμασία και τη
διενέργεια των εκλογών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Προεκλογική περίοδος
Άρθρο 40. (1) Η προεκλογική περίοδος διαρκεί
από την προκήρυξη των εκλογών έως
τις 0.00 η ώρα της τελευταίας ημέρας
προ της ψηφοφορίας.
(2) Κάθε
προεκλογική δραστηριότητα
απαγορεύεται από τα μεσάνυχτα της
δεύτερης ημέρας (μηδέν ώρα της
τελευταίας ημέρας) προ της
ψηφοφορίας έως την περάτωση της
ψηφοφορίας (απαγόρευση
προεκλογικής δραστηριότητας).
Παραβίαση της απαγόρευσης προεκλογικής
δραστηριότητας
Άρθρο 41. Παραβίαση θεωρείται ο επηρεασμός
της εκλογικής βούλησης των εκλογέων
και ειδικότερα οι εξυπηρετήσεις που
παρέχονται δωρεάν από τον υποψήφιο
ή την προτείνουσα οργάνωση στους
εκλογείς (οργανωμένη μεταφορά στον
τόπο της ψηφοφορίας, παροχή φαγητού
και ποτού), η διανομή σημάτων,
σημαιών και συμβόλων των κομμάτων,
αντικειμένων με τη φωτογραφία ή το
όνομα του υποψηφίου, η τοποθέτηση
εκλογικών αφισών (εφεξής «αφισών»)
και η παροχή πληροφοριών κατάλληλων
για τον επηρεασμό της βούλησης των
εκλογέων με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα.
Αφίσες
Άρθρο 42. (1) Έως το τέλος της προεκλογικής
περιόδου οι προτείνουσες
οργανώσεις και οι υποψήφιοι
δικαιούνται να κατασκευάζουν χωρίς
άδεια αφίσες. Η αφίσα θεωρείται
έντυπο, η παραγωγή του οποίου δεν
υπόκειται σε άδεια ή δήλωση. Κατά τα
λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του
νόμου περί Τύπου.
(2) Η τοποθέτηση των αφισών —με την
επιφύλαξη των παραγράφων (3)‑(6)—
δεν υπόκειται σε περιορισμούς.
(3) Η τοποθέτηση αφίσας στους τοίχους
κτιρίων και σε περιφράξεις
επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση
του ιδιοκτήτη, του ενοικιαστή ή —προκειμένου
για ιδιοκτησία του Δημοσίου, του
δήμου ή της κοινότητας— του φορέα
διαχείρισης της περιουσίας.
(4) Ο δήμος, η κοινότητα ή στην πρωτεύουσα ο
δήμος Βουδαπέστης μπορούν να
απαγορεύουν με απόφασή τους, για
λόγους προστασίας των μνμείων ή του
περιβάλλοντος, την τοποθέτηση
αφισών σε ορισμένα δημόσια κτίρια ή
σε ορισμένους κοινόχρηστους χώρους.
Απαγορεύεται η τοποθέτηση αφισών
επί ή εντός κτιρίων που στεγάζουν
αρχές του Δημοσίου ή των οργανισμών
αυτοδιοίκησης.
(5) Για την τοποθέτηση αυτόνομων
προεκλογικών διαφημιστικών
κατασκευών εφαρμόζονται οι
διατάξεις περί χρήσης των
κοινόχρηστων χώρων.
(6) Η αφίσα πρέπει να τοποθετείται κατά
τρόπο ώστε να μην επικαλύπτει την
αφίσα άλλου υποψηφίου ή άλλης
προτείνουσας οργάνωσης και να είναι
δυνατή η αφαίρεσή της χωρίς να
προκαλούνται ζημιές. Το πρόσωπο το
οποίο τοποθέτησε ή για λογαριασμό
του οποίου τοποθετήθηκε η αφίσα,
υποχρεούται να την απομακρύνει
εντός τριάντα (30) ημερών από την
ψηφοφορία.
Συγκεντρώσεις
Άρθρο 43. (1)
Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις
είναι δημόσιες. Για την τήρηση της
τάξης μεριμνά ο φορέας οργάνωσης
της συγκέντρωσης.
(2) Για τις
προεκλογικές δραστηριότητες τα
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου του
Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής
Αυτοδιοίκησης μπορούν να
παραχωρούν, με ίσους όρους, χώρους
και λοιπές αναγκαίες εγκαταστάσεις
στους υποψηφίους και στις
προτείνουσες οργανώσεις.
Απαγορεύεται η προεκλογική
δραστηριότητα και η διεξαγωγή
προεκλογικών συγκεντρώσεων σε
κτίρια που στεγάζουν κρατική,
δημοτική ή κοινοτική αρχή, εκτός από
κοινότητες με πληθυσμό κάτω των 500
κατοίκων, εφόσον δεν υπάρχει άλλο
διαθέσιμο κοινόχρηστο κτίριο.
Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη
΄Αρθρο 44. (1) Κατά την προεκλογική περίοδο
οι παροχείς προγραμμάτων
μεταδίδουν πολιτικές
διαφημίσεις με ίσους όρους για όλες
τις προτείνουσες οργανώσεις και
όλους τους υποψηφίους. Απαγορεύεται
η διατύπωση γνώμης ή ο σχολιασμός
των πολιτικών διαφημίσεων.
(2) Κατά τα λοιπά για τη συμμετοχή των
παροχέων προγραμμάτων στην
προεκλογική δραστηριότητα
εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου
περί ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
Παροχή στοιχείων
Άρθρο 45. (1) Μετά την 20ή ημέρα προ της
ημερομηνίας διεξαγωγής της
ψηφοφορίας, το κεντρικό αρχείο
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας θέτει στη
διάθεση των υποψηφίων και των
προτεινουσών οργανώσεων, μετά από
αίτησή τους, έναντι πληρωμής και με
ίσους όρους, το ονοματεπώνυμο και τη
διεύθυνση κατοικίας των εκλογέων
που είναι εγγεγραμμένοι στους
εκλογικούς καταλόγους. Τα στοιχεία
μπορούν να ζητηθούν αναλυτικά κατά
φύλο, ηλικία ή διεύθυνση κατοικίας.
(2) Μετά την 20ή ημέρα προ της
ημερομηνίας διεξαγωγής της
ψηφοφορίας, ο προϊστάμενος του
τοπικού εκλογικού γραφείου θέτει
στη διάθεση των υποψηφίων και των
προτεινουσών οργανώσεων, μετά από
έγγραφή αίτησή τους, με ίσους όρους,
με καταβολή αντιτίμου και, εν ανάγκη,
αναλυτικά κατά εκλογικό τμήμα, το
αντίγραφο του εκλογικού καταλόγου
που διατέθηκε σε δημόσια πρόσβαση.
(3) Τα στοιχεία που παρέχονται σύμφωνα με
τις παραγράφους (1) και (2)
επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται
αποκλειστικά για προεκλογικούς
σκοπούς. Απαγορεύεται η χρήση τους
για οποιονδήποτε άλλο σκοπό και η
παραχώρησή τους σε μη
εξουσιοδοτημένα πρόσωπα,
οργανώσεις, σε άλλους υποψηφίους ή
προτείνουσες οργανώσεις. Τα
παρασχεθέντα στοιχεία πρέπει να
καταστρέφονται και το σχετικό
πρωτόκολλο παραδίδεται στον φορέα
παροχής των στοιχείων εντός τριών (3)
ημερών.
(4) Εκτός από τον προϊστάμενο του τοπικού
εκλογικού γραφείου και το κεντρικό
αρχείο προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας καμία άλλη
κρατική, δημοτική ή κοινοτική
υπηρεσία δεν επιτρέπεται να
παραχωρεί από τα αρχεία του
προσωπικά στοιχεία στους
υποψηφίους και τις προτείνουσες
οργανώσεις για προεκλογικούς
σκοπούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΠΡΟΤΑΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ
Άρθρο 46. (1) Προτάσεις υποψηφιότητας
υποβάλλονται με ειδικό έντυπο. Το
δελτίο πρότασης υποψηφίου
αποστέλλεται στους εκλογείς μαζί με
την έγγραφη ειδοποίηση.
(2) Υποψήφιοι δύνανται να προτείνονται από
όσους εκλογείς έχουν τον τόπο
κατοικίας τους στο εκλογικό τμήμα.
(3) Προτάσεις υποψηφιότητας γίνονται
δεκτές έως την 23η ημέρα προ
της διενέργειας της ψηφοφορίας.
(4) Οι προτάσεις δεν ανακαλούνται.
Άρθρο 47. (1)
Για την πρόταση υποψηφίου
απαιτείται η συμπλήρωση και
παράδοση του δελτίου πρότασης
υποψηφίου στον εκπρόσωπο του
υποψηφίου ή της προτείνουσας
οργάνωσης.
(2) Στο
δελτίο πρότασης υποψηφίου
αναγράφεται η ονομασία της
ψηφοφορίας. Ο προτείνων εκλογέας
σημειώνει στο δελτίο πρότασης
το ονοματεπώνυμο, τη
διεύθυνση κατοικίας, τον Ενιαίο
Κωδικό Αριθμό Μητρώου, το
ονοματεπώνυμο του προτεινόμενου
υποψηφίου και την ονομασία της
προτείνουσας οργάνωσης ή την
ιδιότητα του μεμονωμένου υποψηφίου,
αντιστοίχως. Το δελτίο υπογράφεται
ιδιοχείρως από τον προτείνοντα
εκλογέα.
Άρθρο 48. (1) Συλλογή
δελτίων πρότασης υποψηφίων
επιτρέπεται —με την
επιφύλαξη των οριζομένων στην
παράγραφο (2)— σε οποιοδήποτε μέρος,
εφόσον δεν παρενοχλούνται οι
πολίτες.
(2) Δεν επιτρέπεται η συλλογή
δελτίων πρότασης υποψηφίων:
(α) στους χώρους εργασίας
κατά τις εργάσιμες ώρες ή κατά την
εκτέλεση εξαρτημένης ή μη εργασίας,
(β) μεταξύ των μελών των
Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων
Ασφαλείας, σε θέση υπηρεσίας ή κατά
τη διάρκεια εκτέλεσης
διατεταγμένης υπηρεσίας,
(γ) στα μέσα μαζικής
συγκοινωνίας,
(δ) σε γραφεία κρατικών,
δημοτικών και κοινοτικών υπηρεσιών.
(3)
Απαγορεύεται η παροχή ή υπόσχεση
ωφελημάτων στον χορηγούντα την
πρόταση υποψηφιότητας ή, για
λογαριασμό του, σε τρίτους, καθώς
και η απόσπαση ή αποδοχή παροχής ή
υπόσχεσης ωφελημάτων, ως αντάλλαγμα
για την πρόταση υποψηφιότητας.
Κοινός υποψήφιος
Άρθρο 49. (1) Κοινός υποψήφιος δύναται να
προτείνεται μόνο με δελτίο πρότασης
υποψηφίου στο οποίο αναγράφονται οι
επωνυμίες όλων των οργανώσεων που
προτείνουν τον εν λόγω κοινό
υποψήφιο.
(2) Οι προτείνουσες οργανώσεις που
προτείνουν κοινό υποψήφιο,
θεωρούνται στο εξής ως μία
προτείνουσα
οργάνωση
για τους σκοπούς των εκλογών.
Άκυρες προτάσεις
Άρθρο 50. (1) Άκυρη θεωρείται η πρόταση
υποψηφίου, η οποία
(α) δεν υποβλήθηκε με το επίσημο δελτίο
πρότασης υποψηφίου,
(β) δεν υποβλήθηκε με δελτίο πρότασης
υποψηφίου, συμπληρωμένο κατά το
άρθρο 47, παρ. (2),
(γ) συγκεντρώθηκε κατά παράβαση των
κανόνων που ισχύουν για την πρόταση
υποψηφίων.
(2) Άκυρες
θεωρούνται όλες οι προτάσεις όσων
πρότειναν τον ίδιο υποψήφιο
περισσότερες από μία φορές.
(3) Άκυρες θεωρούνται όλες οι προτάσεις
όσων πρότειναν περισσότερους από
έναν υποψηφίους.
Δήλωση προτείνουσας οργάνωσης
Άρθρο 51. (1) Η προτείνουσα οργάνωση, η οποία
θέλει να προτείνει υποψήφιο ή
συνδυασμό, δηλώνεται με επικυρωμένο
αντίγραφο εγγραφής στο οικείο μητρώο
του πρωτοδικείου που υποβάλλεται ως
ακολούθως:
(α) στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή, όταν
η προτείνουσα οργάνωση θέλει να
προτείνει υποψηφίους ή συνδυασμούς
σε περισσότερους από έναν νομούς ή
στην πρωτεύουσα και συγχρόνως σε
κάποιον από τους νομούς,
(β) στην περιφερειακή εκλογική επιτροπή,
όταν η προτείνουσα οργάνωση θέλει
να προτείνει υποψηφίους μόνο σε ένα
νομό ή στην πρωτεύουσα, αλλά σε
περισσότερες από μία μονοεδρικές
βουλευτικές εκλογικές περιφέρειες,
(γ) στην εκλογική επιτροπή της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας
ή στην τοπική εκλογική επιτροπή,
αντιστοίχως, όταν η προτείνουσα
οργάνωση θέλει να προτείνει
υποψηφίους σε μία μονοεδρική
βουλευτική εκλογική περιφέρεια ή σε
ένα δήμο ή κοινότητα.
(2) Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή τηρεί μητρώο
των προτεινουσών οργανώσεων που
έχουν δηλωθεί και εγγραφεί.
(3) Υποψήφιοι και συνδυασμοί μπορούν να
προτείνονται μόνον από οργάνωση, η
οποία έχει δηλωθεί και εγγραφεί,
όπως προβλέπεται από την παράγραφο
(2) και το άρθρο 55, αντιστοίχως.
Δήλωση υποψηφίου
Άρθρο 52. (1) Ο υποψήφιος δηλώνεται στην
αρμόδια εκλογική επιτροπή με την
παράδοση των δελτίων πρότασης
υποψηφίου, το αργότερον μέχρι την 23η
ημέρα προ της διενέργειας της
ψηφοφορίας.
(2) Η δήλωση πρέπει να περιέχει το
ονοματεπώνυμο, τον Ενιαίο Κωδικό
Αριθμό Μητρώου, τη διεύθυνση
κατοικίας του υποψηφίου, καθώς και μια
δήλωσή του ότι
(α) έχει εκλογικό δικαίωμα,
(β) αποδέχεται την υποψηφιότητα,
(γ) δεν έχει ιδιότητα που είναι
ασυμβίβαστη με το αξίωμα του
βουλευτή, του συμβούλου ή του
δημάρχου, ή, εφόσον εκλεγεί, θα
παραιτηθεί από αυτή.
(3) Εάν στην ίδια εκλογική περιφέρεια
πρόκειται να υποβάλουν
υποψηφιότητα δύο ή περισσότεροι
εκλογείς με το ίδιο ονοματεπώνυμο,
αυτός που υποβάλλει δήλωση αργότερα,
υποχρεούται να φροντίσει ώστε να
διακρίνεται σαφώς —με την προσθήκη
αρχικού γράμματος ή δεύτερου
επιθέτου— από τον υποψήφιο που
δηλώθηκε νωρίτερα.
Δήλωση συνδυασμού
Άρθρο 53. (1) Ο συνδυασμός δηλώνεται με την
παράδοση του πιστοποιητικού του
άρθρου 55, παρ. (1), με το οποίο
βεβαιώνεται ότι έχει δηλωθεί και
έχει εγγραφεί στο μητρώο ο
αναγκαίος για τον σχηματισμό
συνδυασμού αριθμός υποψηφίων καθώς
και ο προαναφερόμενος συνδυασμός.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 52, παρ. (2)
εφαρμόζονται και για τους
υποψηφίους του συνδυασμού.
(3) Ο αριθμός των υποψηφίων του συνδυασμού
δεν πρέπει να υπερβαίνει το
τριπλάσιο του αριθμού των εδρών που
μπορεί να συγκεντρώσει ο συνδυασμός.
Η σειρά αναγραφής των υποψηφίων του
συνδυασμού καθορίζεται από την
προτείνουσα οργάνωση και δεν
επιτρέπεται η τροποποίησή της μετά
τη δήλωση του συνδυασμού. Σε
περίπτωση που αποκλειστεί κάποιος
από τους υποψηφίους, τη θέση του
καταλαμβάνει ο αμέσως επόμενος.
Έλεγχος των προτάσεων υποψηφίων
Άρθρο 54. (1) Η αρμόδια εκλογική επιτροπή
οφείλει να ελέγχει τις προτάσεις
υποψηφίων.
(2) Ο έλεγχος προτάσεων υποψηφίων
συνίσταται στην εξέταση του αριθμού
και των όσων ορίζονται στα άρθρα 46,
παρ. (2) και 50, παρ. (1), εδ. (α)-(β) και παρ. (2)-(3),
καθώς και στην εξακρίβωση της
ταυτότητας του εκλογέα που έδωσε το
δελτίο πρότασης υποψηφίου.
Εγγραφή σε μητρώο της προτείνουσας
οργάνωσης, του υποψηφίου και του
συνασπισμού
Άρθρο 55. (1) Το εκλογικό γραφείο εκδίδει
πιστοποιητικό δήλωσης, η δε
εκλογική επιτροπή πιστοποιητικό εγγραφής
της προτείνουσας οργάνωσης, του
υποψηφίου και του συνδυασμού.
(2) Η αρμόδια εκλογική επιτροπή εγγράφει
στο μητρώο κάθε προτείνουσα
οργάνωση, υποψήφιο και συνδυασμό,
εφόσον πληροί τις νόμιμες
προϋποθέσεις, εντός τριών ημερών
αφότου δηλωθούν.
Άρθρο 56. (1) Η
εκλογική επιτροπή απορρίπτει την
εγγραφή της προτείνουσας οργάνωσης
στο μητρώο, εφόσον η προτείνουσα
οργάνωση δεν πληροί τις νόμιμες
προϋποθέσεις.
(2) Η εκλογική επιτροπή απορρίπτει την
εγγραφή του υποψηφίου στο μητρώο,
εφόσον η υποψηφιότητα δεν πληροί
τις νόμιμες προϋποθέσεις ή ο
υποψήφιος δεν υπέβαλε τις
προβλεπόμενες από τον νόμο δηλώσεις.
(3) Η εκλογική επιτροπή απορρίπτει την
εγγραφή του συνδυασμού στο μητρώο,
εφόσον η υποψηφιότητα δεν πληροί
τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Διατάξεις που αφορούν τον υποψήφιο
Άρθρο 57. Σε περίπτωση που ο εκλογέας
προτάθηκε ως υποψήφιος σε
περισσότερες από μία θέσεις μέσα
στην ίδια κατηγορία
υποψηφιοτήτων, πρέπει να δηλώσει το
αργότερον μέχρι την 19η ημέρα
προ των εκλογών ποια από τις
υποψηφιότητες αποδέχεται.
Άρθρο 59. Αποκλείεται όποιος υποψήφιος
πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας
παραιτήθηκε εγγράφως από την
υποψηφιότητα ή απώλεσε το εκλογικό
του δικαίωμα ή πέθανε. Το όνομα του
αποκλεισθέντος υποψηφίου
διαγράφεται από τον κατάλογο των
υποψηφίων και από τα ψηφοδέλτια.
Προστασία των δεδομένων που αφορούν την
πρόταση υποψηφίων
Άρθρο 59. (1) Απαγορεύεται η αναπαραγωγή
αντιγράφων των δελτίων υποψηφίων.
Δεν λογίζεται ως αντίγραφο το
αρχείο γραμματειακής υποστήριξης
που τηρείται για την εξακρίβωση της
εγκυρότητας της υποψηφιότητας.
(2) Τα
στοιχεία που αφορούν τον
προτείνοντα, δεν είναι δημόσια. Σε
περίπτωση που υποβληθεί ένσταση
κατά της υποψηφιότητας, η αρμόδια
εκλογική επιτροπή, το εκλογικό
γραφείο και το δικαστήριο μπορούν
να ελέγχουν τα στοιχεία του δελτίου
υποψηφίου και το αρχείο
γραμματειακής υποστήριξης.
(3) Τα δελτία
υποψηφίων και το αρχείο
γραμματειακής υποστήριξης
καταστρέφονται από το αρμόδιο
εκλογικό γραφείο την ημέρα της
ψηφοφορίας.
(4) Η
εκλογική επιτροπή μπορεί να ελέγχει
το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας
της προτείνουσας οργάνωσης στο
μητρώο των κοινωνικών οργανώσεων
που τηρείται από το δικαστήριο.
Άρθρο 60. Ο
υποψήφιος οφείλει να καταστρέψει τα
δελτία υποψηφίων που δεν
υποβλήθηκαν εντός τριών (3) ημερών
από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής
τους, συντάσσοντας σχετικό
πρωτόκολλο. Το πρωτόκολλο πρέπει να
παραδοθεί εντός τριών (3) ημερών στην
εκλογική επιτροπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
Τόπος και χρόνος διεξαγωγής της
ψηφοφορίας
Άρθρο 61. (1) Η
ψηφοφορία αρχίζει στις 6 π.μ. και
τελειώνει στις 7 μ.μ. την ημέρα που
ορίστηκε για τον λόγο αυτό. Εφόσον
δικαιολογείται από τις τοπικές
συνθήκες, η τοπική εκλογική
επιτροπή ή η εκλογική επιτροπή της
μονοεδρικής βουλευτικής εκλογικής
περιφέρειας μπορεί να ορίσει την
έναρξη της ψηφοφορίας στις 5 π.μ.
(2) Για την
ψηφοφορία απαιτείται αυτοπρόσωπη
παρουσία και αυτή πρέπει να
διενεργείται—με την επιφύλαξη των
εξαιρέσεων του παρόντος νόμου— στο
κατάστημα ψηφοφορίας του τόπου
κατοικίας του εκλογέα.
(3) Για την
εξυπηρέτηση του κινητικά
εμποδιζόμενου εκλογέα και μετά από
αίτησή του, δύο (2) τουλάχιστον μέλη
της εφορευτικής επιτροπής
μεταβαίνουν στην κατοικία του με
μια φορητή κάλπη.
(4) Κατά τη
διάρκεια της ψηφοφορίας τα
καταστήματα ψηφοφορίας πρέπει να
παραμένουν ανοικτά και δεν
επιτρέπεται η παράταση ή —εκτός
απροόπτου— η διακοπή της
διαδικασίας. Εφόσον την ημέρα της
ψηφοφορίας ο αριθμός των μελών της
εφορευτικής επιτροπής μειωθεί κάτω
του τρία (3) ή η ψηφοφορία καταστεί
αδύνατη λόγω ανυπέρβλητου
εξωτερικού κωλύματος, οι
παρευρισκόμενοι υποχρεούνται να
αναστείλουν αμέσως τη διαδικασία,
σφραγίζοντας την κάλπη, κλείνοντας
τα έγγραφα και ειδοποιώντας
αμελλητί τον προϊστάμενο του
τοπικού εκλογικού γραφείου για την
αναστολή της διαδικασίας, ώστε να
εξασφαλιστεί η συνέχιση της
ψηφοφορίας με νόμιμο τρόπο.
Άρθρο 62. (1)
Το κατάστημα ψηφοφορίας δεν
επιτρέπεται να στεγάζεται σε κτίριο,
η χρήση του οποίου ανήκει σε
υποψήφιο ή σε προτείνουσα οργάνωση.
(2) Για την
ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας
πρέπει να υπάρχει σε κάθε κατάστημα
ψηφοφορίας αναγκαίος αριθμός
ειδικά διαμορφωμένων
χώρων (παραβάν)
και εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον δύο (2). Στο
παραβάν πρέπει να υπάρχει
διαθέσιμος στυλογράφος για την
έκφραση της προτίμησης.
(3) Σε κάθε
κατάστημα ψηφοφορίας πρέπει να
υπάρχουν δύο (2) ή και περισσότερες
κάλπες.
Έναρξη της ψηφοφορίας
Άρθρο 63. Μετά την τακτοποίηση του
εκλογικού υλικού και έως την έναρξη
της ψηφοφορίας κανένας άλλος δεν
επιτρέπεται να ευρίσκεται στο
κατάστημα ψηφοφορίας εκτός από τα
μέλη της εφορευτικής επιτροπής και
του εκλογικού γραφείου.
Άρθρο 64. (1) Πριν από την έναρξη της
ψηφοφορίας η εφορευτική επιτροπή
ελέγχει τις κάλπες παρουσία του
πρώτου εκλογέα που προσέρχεται, ο
οποίος δεν μπορεί να είναι μέλος της
εφορευτικής επιτροπής. Το
αποτέλεσμα του ελέγχου
καταχωρίζεται στο πρωτόκολλο
ψηφοφορίας.
(2) Οι κάλπες σφραγίζονται παρουσία του
πρώτου εκλογέα που προσέρχεται,
κατά τρόπο ώστε να μην είναι δυνατή
η αφαίρεση ψηφοδελτίων χωρίς τη
διάλυση της κάλπης. Στη συνέχεια η
εφορευτική επιτροπή τοποθετεί μέσα
στην κάλπη το ειδικό φύλλο ελέγχου
το οποίο αναγράφει την ώρα της
τοποθέτησης και φέρει τις υπογραφές
των παρόντων μελών της εφορευτικής
επιτροπής και του πρώτου εκλογέα
που προσήλθε.
Τρόπος της
ψηφοφορίας
Άρθρο 65. (1) Ο πρόεδρος της εφορευτικής
επιτροπής φέρει την ευθύνη της
τήρησης της τάξης στο κατάστημα
ψηφοφορίας και γύρω από αυτό την
ημέρα της ψηφοφορίας. Κάθε μέτρο που
ήθελε λάβει για την τήρηση της τάξης
είναι δεσμευτικό για όλους.
(2) Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας η
παραμονή των εκλογέων στο κατάστημα
ψηφοφορίας επιτρέπεται μόνο για όση
ώρα απαιτείται για την άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος.
Άρθρο 66. (1) Στο κατάστημα ψηφοφορίας
μπορεί να ψηφίζει όποιος εκλογέας
είναι ήδη εγγεγραμμένος ή
εγγράφεται από την εφορευτική
επιτροπή στον εκλογικό κατάλογο.
(2) Η
εφορευτική επιτροπή προβαίνει,
βάσει επαρκούς αποδεικτικού
στοιχείου για τη διαπίστωση της
ταυτοπροσωπίας και της διεύθυνσης
κατοικίας, στην εξακρίβωση της
ταυτότητας του πολίτη που
προσέρχεται για ψηφοφορία και
ελέγχει αν είναι εγγεγραμμένος στον
εκλογικό κατάλογο. Η εφορευτική
επιτροπή εγγράφει στον εκλογικό
κατάλογο τον εκλογέα ο οποίος
(α)
προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία,
(β)
αποδεικνύει ότι η διεύθυνση
κατοικίας του ανήκει στο εκλογικό
τμήμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν
είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο
των ενήλικων πολιτών που στερούνται
εκλογικού δικαιώματος.
(3) Η
εφορευτική επιτροπή απορρίπτει τον
εκλογέα που αδυνατεί να αποδείξει
επαρκώς την ταυτότητα και τη
διεύθυνση κατοικίας του ή δεν
μπορεί να εγγραφεί στον εκλογικό
κατάλογο λόγω μη συνδρομής των
νόμιμων προϋποθέσεων. Η εφορευτική
επιτροπή τηρεί ειδική κατάσταση των
ατόμων αυτών.
Άρθρο 67. (1) Εάν δεν υπάρχει κώλυμα, η
εφορευτική επιτροπή παραδίδει στον
εκλογέα το ψηφοδέλτιο, στο οποίο επί
παρουσία του θέτει την επίσημη
σφραγίδα.
(2) Όταν είναι αναγκαίο, η εφορευτική
επιτροπή εξηγεί τον τρόπο
ψηφοφορίας, φροντίζοντας ώστε να
μην επηρεάσει τον εκλογέα.
(3) Σε περίπτωση που κάποιος από τους
υποψηφίους αποκλείστηκε μετά την
εκτύπωση των ψηφοδελτίων, η
εφορευτική επιτροπή υποχρεούται να
ενημερώνει σχετικά τους εκλογείς με
ανακοίνωσή της που τοιχοκολλάται
στο κατάστημα ψηφοφορίας και, εν
ανάγκη, και προφορικά. Το όνομα του
αποκλεισθέντος υποψηφίου
διαγράφεται στο ψηφοδέλτιο.
(4) Ο εκλογέας βεβαιώνει τη λήψη του
ψηφοδελτίου υπογράφοντας
ιδιοχείρως τον εκλογικό κατάλογο.
Σε περίπτωση αδυναμίας του να
γράφει, ο εκλογικός κατάλογος
υπογράφεται για λογαριασμό του από
δύο μέλη της εφορευτικής επιτροπής
και τίθεται σχετική παρατήρηση.
Άρθρο 68. (1) Για τη συμπλήρωση του
ψηφοδελτίου υπάρχει ξεχωριστός
χώρος (παραβάν). Δεν είναι
υποχρεωτικό για τον εκλογέα να
αποσύρεται στον ειδικό χώρο.
(2) Την ώρα της συμπλήρωσης του
ψηφοδελτίου δεν επιτρέπεται η
παραμονή κανενός άλλου στον ειδικό
χώρο εκτός από τον εκλογέα. Σε
περίπτωση αδυναμίας ανάγνωσης ή
εφόσον λόγω σωματικής αδυναμίας ή
άλλου κωλύματος ο εκλογέας
εμποδίζεται στην ψηφοφορία, μπορεί
να ζητήσει τη συνδρομή άλλου
εκλογέα ή, εάν δεν υπάρχει τέτοιος,
δύο συγχρόνως μελών της εφορευτικής
επιτροπής.
Άρθρο 69. (1) Η
ψηφοφορία για να είναι έγκυρη
πρέπει να αναφέρεται στον υποψήφιο,
συνδυασμό, ερώτημα δημοψηφίσματος (στο
παρόν κεφάλαιο συλλήβδην «υποψήφιος»)
που αναγράφεται στο επίσημο
ψηφοδέλτιο. Τα δείγματα των
ψηφοδελτίων ορίζονται στα
Παραρτήματα 2‑9.
(2) Ο εκλογέας εκφράζει την προτίμησή του
με δύο διασταυρούμενες γραμμές, τις
οποίες σημειώνει με μελάνι μέσα
στον κύκλο κάτω, επάνω ή δίπλα από το
όνομα του υποψηφίου.
(3) Άκυρο είναι το ψηφοδέλτιο, το οποίο
(α) δεν είναι δεόντως σφραγισμένο με την
επίσημη σφραγίδα,1
(β) περιέχει περισσότερες ψήφους από όσες
ορίζονται από τον νόμο,
(4) Άκυρη είναι η ψήφος, η οποία
(α) εκφράστηκε σε άκυρο ψηφοδέλτιο, κατά
την παράγραφο (3),
(β) δεν εκφράστηκε κατά τα οριζόμενα στην
παράγραφο (2),
(γ) αναφέρεται σε υποψήφιο που
αποκλείστηκε.
(5) Εφόσον πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις,
η εγκυρότητα της ψήφου δεν θίγεται
από την ύπαρξη οποιασδήποτε
παρατήρησης που σημειώθηκε στο
ψηφοδέλτιο, από την αλλαγή της
σειράς των
υποψηφίων, από τη διαγραφή του
ονόματος του υποψηφίου ή από την
προσθήκη άλλου ονόματος.
Άρθρο 70. (1) Ο εκλογέας κλείνει το
ψηφοδέλτιο σε φάκελλο και τον
ρίχνει μέσα στην κάλπη ενώπιον της
εφορευτικής επιτροπής.
(2) Εάν πριν
από τη ρίψη του φακέλλου στην κάλπη
ο εκλογέας αναφέρει ότι έκανε λάθος
στη συμπλήρωση του ψηφοδελτίου, η
εφορευτική επιτροπή αποσύρει το
ψηφοδέλτιο με το λάθος, εκδίδει νέο
ψηφοδέλτιο και καταχωρίζει σχετική
αναφορά στα πρακτικά. Η επιτροπή
εκδίδει σε κάθε εκλογέα μόνο μία
φορά νέο ψηφοδέλτιο σε
αντικατάσταση εκείνου που
συμπληρώθηκε κατά λάθος.
Άρθρο 71. (1) Στις 7 μ.μ. ο πρόεδρος της
εφορευτικής επιτροπής κλείνει το
κατάστημα ψηφοφορίας. Όσοι εκλογείς
ευρίσκονται μέσα στην αίθουσα ή
στον χώρο έξω από αυτή, μπορούν να
ψηφίσουν. Στη συνέχεια ο πρόεδρος
της εφορευτικής επιτροπής κηρύσσει
την αποπεράτωση της ψηφοφορίας.
(2) Μετά την περάτωση της ψηφοφορίας ψήφοι
δεν γίνονται δεκτές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΗΦΩΝ
Διαλογή των ψήφων
Άρθρο 72. (1) Τα παρόντα μέλη της
εφορευτικής επιτροπής υποχρεούνται
να κάνουν συλλογικά τη διαλογή των
ψήφων.
(2) Η εφορευτική επιτροπή τακτοποιεί τα
αχρησιμοποίητα και τα άκυρα λόγω
λάθους ψηφοδελτία σε δύο
αντίστοιχες δέσμες και σφραγίζει
τις δέσμες κατά τρόπο ώστε να μην
είναι δυνατή η αφαίρεση ή η
τοποθέτηση ψηφοδελτίου χωρίς την
παραβίαση της σφραγίδας.
(3) Πριν από την αποσφράγιση η εφορευτική
επιτροπή ελέγχει το απαραβίαστο της
κάλπης και στη συνέχεια
αποσφραγίζει την κάλπη, αφού δε
βεβαιωθεί για την ύπαρξη του φύλλου
ελέγχου, προβαίνει στην
αντιπαραβολή του αριθμού των
ψηφοδελτίων της κάλπης με τον
αριθμό των ψηφισάντων στο εκλογικό
τμήμα. Για να εξαγάγει το αποτέλεσμα
των εκλογών, καταμετρά τα
ψηφοδελτία που βρέθηκαν στην κάλπη,
χωρίς να προσμετρά τους κενούς
φακέλλους.
(4) Ακολούθως, η εφορευτική επιτροπή
ξεχωρίζει σε ιδιαίτερη ομάδα και
καταμετρά τα άκυρα ψηφοδελτία.
Σημειώνει στην πίσω σελίδα εκάστου
ψηφοδελτίου την αιτία της
ακυρότητας και τα παρόντα μέλη της
εφορευτικής επιτροπής θέτουν την
υπογραφή τους. Τακτοποιεί τα άκυρα
ψηφοδελτία σε ξεχωριστή δέσμη και
σφραγίζει τη δέσμη κατά τρόπο ώστε
να μην είναι δυνατή η αφαίρεση ή η
προσθήκη ψηφοδελτίου χωρίς την
παραβίαση της σφραγίδας. Στις
δεσμίδες αναγράφεται ο αύξων
αριθμός του εκλογικού τμήματος και
ο αριθμός των ψηφοδελτίων που
περιέχουν.
(5) Η
εφορευτική επιτροπή,
εφόσον διαπιστώσει ότι στην
κάλπη βρέθηκε ψηφοδελτίο εκλογέα ο
οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου στο
συγκεκριμένο εκλογικό τμήμα,
χαρακτηρίζει ως άκυρο αντίστοιχο
αριθμό ψήφων από τις έγκυρες ψήφους
που συγκέντρωσε ο κάθε υποψήφιος,
ανάλογα με τον αριθμό των ακύρως
ψηφισάντων.
(6) Τα έγκυρα
ψηφοδελτία καταμετρούνται χωριστά
για κάθε υποψήφιο και στη συνέχεια
τακτοποιούνται σε δέσμες και
σφραγίζονται κατά την παράγραφο (4).
Στις δέσμες αναγράφεται χωριστά ο
αριθμός των έγκυρων ψήφων που
αναλογούν σε κάθε υποψήφιο.
(7) Εάν η
διαφορά των ψήφων που συγκέντρωσαν
οι δύο πρώτοι υποψήφιοι με τον
μεγαλύτερο αριθμό ψήφων δεν
υπερβαίναι το ένα (1) τοις εκατόν του
συνόλου των έγκυρων ψήφων όλων των
υποψηφίων ή εάν η διαφορά μεταξύ των
ψήφων που έλαβε έκαστος είναι
μικρότερη από τον αριθμό των
έγκυρων ψήφων, τότε η εφορευτική
επιτροπή υποχρεούται να προβεί στην
επανακαταμέτρηση των έγκυρων και
άκυρων ψήφων. Η επαναληπτική
καταμέτρηση πρέπει να συνεχίζεται
μέχρις ότου το αποτέλεσμα που
προκύπτει, συμπέσει με το
αποτέλεσμα κάποιας από τις
προηγούμενες καταμετρήσεις. Το
αποτέλεσμα αυτό καταχωρίζεται στο
πρωτόκολλο, μαζί με την αναφορά στη
διεξαγωγή επαναληπτικής
καταμέτρησης.
Εξαγωγή των αποτελεσμάτων
Άρθρο 73. (1) Η εφορευτική επιτροπή μετά τη
διαλογή των ψήφων εξάγει το
αποτέλεσμα των εκλογών στο εκλογικό
τμήμα.
(2) Το αργότερον την επομένη της
ψηφοφορίας, η αρμόδια εκλογική
επιτροπή καταμετρά, βάσει των
πρωτοκόλλων των εφορευτικών
επιτροπών, τις ψήφους και εξάγει το
εκλογικό αποτέλεσμα.
Πρωτόκολλο
΄Αρθρο 74. (1) Για την καταμέτρηση των ψήφων,
για την εξαγωγή του αποτελέσματος
των εκλογών στα εκλογικά κέντρα
καθώς και για την εξαγωγή του
εκλογικού αποτελέσματος
συντάσσεται πρωτόκολλο. Δεν
επιτρέπεται η χρήση μολυβιού για τη
σύνταξη του πρωτοκόλλου.
(2) Τα πρωτόκολλα συντάσσονται σε τρία
αντίτυπα και υπογράφονται από τα
παρόντα μέλη της εκλογικής
επιτροπής.
(3) Μετά από αίτησή τους, οι
παρευρισκόμενοι εκπρόσωποι των
υποψηφίων μπορούν να λάβουν από την
αρμόδια εκλογική επιτροπή από ένα (1)
αντίγραφο του πρωτοκόλλου. Μετά την
αναπαραγωγή των αντιγράφων, ο
πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής
επικυρώνει το πρωτόκολλο με την
επίθεση σφραγίδας και την υπογραφή
του.
Άρθρο 75. (1) Η εφορευτική επιτροπή μεριμνά
ώστε τα πρωτόκολλα, τα ψηφοδέλτια
και το λοιπό εκλογικό υλικό να
προωθηθούν αμέσως μαζί με την κάλπη
στο τοπικό εκλογικό γραφείο.
(2) Ένα (1) αντίτυπο των πρωτοκόλλων
παραμένει διαθέσιμο για πρόσβαση
στο αρμόδιο εκλογικό γραφείο επί
τρεις (3) ημέρες από την ημερομηνία
της ψηφοφορίας.
(3) Τα ψηφοδέλτια κατατίθενται στο
δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα,
παρουσία των μελών της αρμόδιας
εκλογικής επιτροπής, και
φυλάσσονται επί ενενήντα (90) ημέρες
ούτως ώστε να μην υπάρχει πρόσβαση
για μη εξουσιοδοτημένα άτομα.
Εφόσον υποβληθεί ένσταση κατά του
αποτελέσματος των εκλογών, τα
αμφισβητούμενα ψηφοδέλτια πρέπει
να φυλάσσονται μέχρι την περάτωση
της διαδικασίας με τελεσίδικη
απόφαση. Μετά την πάροδο των 90
ημερών το εκλογικό υλικό —με
εξαίρεση των πρωτοκόλλων—
καταστρέφεται.
(4) Μετά από 90 ημέρες το πρωτότυπο των
πρωτοκόλλων παραδίδεται στο οικείο
δημόσιο αρχείο.
Φύλλο δεδομένων
Άρθρο 76. (1) Ο πρακτικογράφος της
εφορευτικής επιτροπής συντάσσει
αμελλητί φύλλο δεδομένων για το
αποτέλεσμα της πρώτης διαλογής των
ψήφων, τα δεδομένα του οποίου
μεταβιβάζει κατά προτεραιότητα,
μέσω του τοπικού εκλογικού γραφείου,
του εκλογικού γραφείου της
μονοεδρικής βουλευτικής εκλογικής
περιφέρειας και του περιφερειακού
εκλογικού γραφείου, στο Κεντρικό
Εκλογικό Γραφείο.
(2) Τα εκλογικά γραφεία ανακοινώνουν τα
ενδεικτικά στοιχεία για το μη
εισέτι επικυρωμένο αποτέλεσμα των
εκλογών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Γενικοί κανόνες άσκησης ένδικων μέσων
Άρθρο 77. (1) Ο
υποψήφιος, η προτείνουσα οργάνωση
και ο ενδιαφερόμενος
εκλογέας ή το νομικό πρόσωπο
μπορούν να ασκήσουν προσφυγή
για την παράβαση της
εκλογικής νομοθεσίας.
(2) Κατά της απόφασης της εκλογικής
επιτροπής, με την οποία κρίνεται η
προσφυγή ή άλλο θέμα, μπορεί να
προβληθεί ένσταση.
(3) Οι προσφυγές καθώς και οι ενστάσεις
κατά των αποφάσεων της εφορευτικής
επιτροπής υποβάλλονται στην
αρμόδια για την εξέτασή τους
εκλογική επιτροπή. Οι λοιπές
ενστάσεις υποβάλλονται στην
εκλογική επιτροπή, η οποία εξέδωσε
την προσβαλλόμενη απόφαση και η
οποία τις διαβιβάζει μαζί με τα
σχετικά έγγραφα στην αρμόδια για
την εξέτασή τους εκλογική επιτροπή
ή δικαστήριο το αργότερον την
επομένη της λήψης τους.
Άρθρο 78. (1) Οι προσφυγές και οι ενστάσεις (εφεξής
συλλήβδην «ενστάσεις») πρέπει να
υποβάλλονται ούτως ώστε να φτάσουν
το αργότερον εντός τριών (3) ημερών
από την ημερομηνία της
προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης. Η
εκλογική επιτροπή ή δικαστήριο που
εξετάζει την ένσταση, εκδίδει την
απόφαση επί της υποβληθείσης
ενστάσεως εντός τριών ημερών από τη
λήψη αυτής.
(2) Η ένσταση πρέπει να περιέχει αναφορά
στα αποδεικτικά στοιχεία της
παράβασης και τη διεύθυνση
κοινοποίησης του ενιστάμενου.
Ενστάσεις που υποβάλλονται με
ελλιπή στοιχεία απορρίπτονται
χωρίς να εξετάζονται επί της ουσίας.
(3) Η εκλογική επιτροπή μπορεί να εξετάσει
τον ενιστάμενο. Στην περίπτωση αυτή
πρέπει να δοθεί η ευκαιρία και στον
καθ’ ου η ένσταση να υποβάλει
δήλωση αυτοπροσώπως.
(4) Το
δικαστήριο δικάζει την ένσταση σε
τριμελή σύνθεση, με τρεις τακτικούς
δικαστές, κατά τη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας. Κατά τη
δικαστική διαδικασία είναι
υποχρεωτική η εκπροσώπηση με
πληρεξούσιο. Το δικαστήριο μπορεί
να εξετάσει τον εκπρόσωπο της
εκλογικής επιτροπής, κατά της
απόφασης της οποίας στρέφεται η
ένσταση, καθώς και τον ενιστάμενο.
Άρθρο 79. (1)
Εάν η ένσταση γίνει δεκτή, η
εκλογική επιτροπή ή το δικαστήριο
(α)
τροποποιεί την παράνομη απόφαση,
(β) ακυρώνει
την παράνομη απόφαση και διατάσσει
την επανάληψη της εκλογικής
διαδικασίας ή μέρους αυτής.
(2) Η απόφαση
της εκλογικής επιτροπής και του
δικαστηρίου πρέπει να
γνωστοποιείται στους
ενδιαφερομένους και στην αρμόδια
εκλογική επιτροπή την ημέρα που
εκδόθηκε. Κατά της απόφασης του
δικαστηρίου δεν χωρεί κανένα ένδικο
μέσο.
Άρθρο 80. (1)
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων
αρμοδιότητας της εφορευτικής
επιτροπής [άρθρο 30, παρ. (2), εδ. (α) και
(β)] κρίνονται από την αρμόδια τοπική
ή περιφερειακή εκλογική επιτροπή.
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων της
εκλογικής επιτροπής κρίνονται από
τα πρωτοδικεία της πρωτεύουσας και
των νομών..
(2)
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων της
τοπικής εκλογικής επιτροπής που δεν
εμπίπτουν στην παράγραφο (1) —συμπεριλαμβανομένων
και των αποφάσεων που εκδίδονται
βάσει του άρθρου 31, παρ. (2), εδ. (ν)—
κρίνονται από την αρμόδια
περιφερειακή εκλογική επιτροπή.
(3)
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων της
περιφερειακής εκλογικής επιτροπής
που δεν εμπίπτουν στις παραγράφους
(1)‑(2) κρίνονται από την Κεντρική
Εκλογική Επιτροπή.
(4)
Ενστάσεις κατά των αποφάσεων της
Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής
κρίνονται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Άρθρο 81. Σε
περίπτωση ενστάσεων κατά των
αποφάσεων που αφορούν την κατάρτιση
του εκλογικού καταλόγου και την
εξαγωγή των αποτελεσμάτων από την
εκλογική επιτροπή, οι γενικοί
κανόνες άσκησης ένδικων μέσων
εφαρμόζονται με τις παρεκκλίσεις
των άρθρων 82‑85.
΄Ενδικο μέσο κατά της κατάρτισης του
εκλογικού καταλόγου
Άρθρο 82. (1)
Ενστάσεις λόγω παράλειψης από τον
εκλογικό κατάλογο ή εγγραφής στον
εκλογικό κατάλογο μπορούν να
υποβάλλονται για όσο διάστημα ο
κατάλογος είναι διαθέσιμος για
πρόσβαση. Ο πολίτης που διαγράφηκε
από τον εκλογικό κατάλογο κατά το
άρθρο 16, παρ. (4) ή (5), μπορεί να
υποβάλλει ένσταση εντός τριών
ημερών από τη λήψη της σχετικής
απόφασης.
(2) Η ένσταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο
του τοπικού εκλογικού γραφείου, ο
οποίος εκδίδει τη σχετική απόφασή
του εντός τριών ημερών. Ο εκλογέας
μπορεί να προσβάλλει την απόρριψη
της ένστασης εντός τριών ημερών από
την κοινοποίησή της ενώπιον του
αρμόδιου πρωτοδικείου και στη
Βουδαπέστη ενώπιον του Κεντρικού
Πρωτοδικείου των Δήμων Βούδας. Το
δικαστήριο δικάζει με μονομελή
σύνθεση.
(3) Εάν η ένσταση κριθεί βάσιμη, το
δικαστήριο διατάσσει την
αναθεώρηση του εκλογικού καταλόγου,
ειδάλλως απορρίπτει την ένσταση ως
αβάσιμη.
Άρθρο 83. Η απόφαση του προϊσταμένου του
τοπικού εκλογικού γραφείου και του
δικαστηρίου κοινοποιείται στον
ενδιαφερόμενο και στο πρόσωπο που
υπέβαλε την ένσταση. Η απόφαση του
δικαστηρίου κοινοποιείται και στον
προϊστάμενο του τοπικού εκλογικού
γραφείου.
Ένδικο μέσο κατά της εξαγωγής του
εκλογικού αποτελέσματος από την
εκλογική επιτροπή
Άρθρο 84. Ενστάσεις κατά της απόφασης της
εφορευτικής επιτροπής με την οποία
εξάγεται το αποτέλεσμα στο εκλογικό
τμήμα [άρθρο 73, παρ. (1)] χωρούν μόνο σε
συνδυασμό με ενστάσεις κατά της
απόφασης της εκλογικής επιτροπής με
την οποία εξάγεται το εκλογικό
αποτέλεσμα.
Άρθρο 85. (1) Ενστάσεις κατά της απόφασης
της εκλογικής επιτροπής με την
οποία εξάγεται το εκλογικό
αποτέλεσμα [άρθρο 73, παρ. (2)] μπορούν
να υποβάλλονται
(α) για το παράνομο της απόφασης της
εφορευτικής επιτροπής με την οποία
εξήχθη το αποτέλεσμα στο εκλογικό
τμήμα, ή
(β) για την παραβίαση των κανόνων
καταμέτρησης των αποτελεσμάτων των
εκλογικών τμημάτων και της εξαγωγής
του εκλογικού αποτελέσματος,
ούτως ώστε να κοινοποιούνται το
αργότερον την επομένη της έκδοσης
της απόφασης της εκλογικής
επιτροπής στην εκλογική επιτροπή η
οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη
απόφαση.
(2) Η εκλογική επιτροπή που είναι αρμόδια
για την κρίση της ένστασης εκδίδει
την απόφασή της το αργότερον την
επομένη της παραλαβής της ένστασης.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄
ΕΘΝΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Άρθρο 116. Οι διατάξεις των κεφαλαίων Α΄‑
Ι΄ και του άρθρου 89 εφαρμόζονται για
το εθνικό δημοψήφισμα με τις
παρεκκλίσεις του παρόντος
κεφαλαίου.
Πρωτοβουλία για τη διενέργεια
δημοψηφίσματος
Άρθρο 117. (1) Η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή
επικυρώνει το φύλλο υπογραφών και
το ερώτημα εντός τριάντα (30) ημερών
από την υποβολή τους, εφόσον πληρούν
τις νόμιμες προϋποθέσεις.
(2) Η απόφαση της Κεντρικής Εκλογικής
Επιτροπής για την επικύρωση του
φύλλου υπογραφών και του
συγκεκριμένου ερωτήματος πρέπει να
δημοσιεύεται εντός οκτώ (8) ημερών
στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Άρθρο 118. (1) Την επομένη από την παρέλευση
απράκτου της προθεσμίας ένστασης
του άρθρου 130, παρ. (1), προκειμένου δε
για άσκηση ένστασης την ημέρα
δημοσίευσης στην Εφημερίδα της
Κυβέρνησης της απόφασης του
Συνταγματικού Δικαστηρίου με την
οποία εγκρίνεται η απόφαση
επικύρωσης, ο προϊστάμενος του
Κεντρικού Εκλογικού Γραφείου
επικυρώνει το δείγμα του φύλλου
υπογραφών. Η συλλογή υπογραφών
ξεκινά με το αντίγραφο του φύλλου
που φέρει την επικύρωση.
(2) Για τη συλλογή υπογραφών εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 46,
παρ. (2) και (4), 48, 50, παρ. (1), εδ. (γ) και
παρ. (2), καθώς και 54, 59 και 60, με τις
παρεκκλίσεις του παρόντος
κεφαλαίου.
(3) Στο επάνω μέρος κάθε φύλλου πρέπει να
αναγράφεται το ερώτημα το οποίο
προτείνεται να τεθεί σε δημοψήφισμα.
Οι υπογραφές πρέπει να τίθενται
στην ίδια σελίδα με το ερώτημα.
(4) Για την επαλήθευση των υπογραφών δίπλα
από τις υπογραφές πρέπει να
αναγράφονται ευανάγνωστα το
ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση
κατοικίας και ο Ενιαίος Κωδικός
Αριθμός Μητρώου του αιτούντος.
(5) Ο πολίτης θέτει την υπογραφή του στο
φύλλο υπογραφών.
Άρθρο 119. (1)
Η επαλήθευση των υπογραφών σημαίνει
την εύρεση του αριθμού των
υπογραφών που τεκμαίρεται ότι είναι
έγκυρες, με στατιστικές και
μαθηματικές μεθόδους και με τη
χρήση των στοιχείων των εκλογέων
που υπέγραψαν την αίτηση για
διενέργεια δημοψηφίσματος, καθώς
και των στοιχείων του αρχείου
προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας και του
καταλόγου των ενήλικων πολιτών που
στερούνται εκλογικού δικαιώματος.
Εάν με την εφαρμοζόμενη στατιστική
και μαθηματική μέθοδο δεν
πιθανολογείται η συγκέντρωση
επαρκούς αριθμού έγκυρων υπογραφών,
τότε η επαλήθευση των υπογραφών
πρέπει να συνεχίζεται με την
αναλυτική εξέτασή τους, έως ότου
αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η
εγκυρότητα ή μη της πρωτοβουλίας.
(2) Κατά την
επαλήθευση των ψήφων μπορεί να
είναι παρών εκπρόσωπος των προσώπων
που υπέβαλαν τις υπογραφές.
(3) Ο έλεγχος
των υπογραφών πρέπει να
διενεργείται εντός σαράντα πέντε (45)
ημερών από την υποβολή των
υπογραφών.
Άρθρο 120. (1)
Εάν κατά την επαλήθευση των
υπογραφών προκύψουν βάσιμες
υπόνοιες για την εγκυρότητα
ορισμένων από τις υπογραφές και η
εγκυρότητα ή μη των υπογραφών αυτών
επηρεάζει και την εγκυρότητα της
όλης πρωτοβουλίας, η Κεντρική
Εκλογική Επιτροπή μπορεί να
προβαίνει στον έλεγχο της
ταυτοπροσωπίας μέσω του κεντρικού
αρχείου προσωπικών στοιχείων και
διευθύνσεων κατοικίας ή της
περιφερειακής υπηρεσίας του, καθώς
και μέσω του προϊσταμένου του
τοπικού εκλογικού γραφείου.
(2) Σε
περίπτωση ελέγχου της
ταυτοπροσωπίας κατά την παράγραφο
(1) η προθεσμία επαλήθευσης των
υπογραφών παρατείνεται κατά
τριάντα (30) ημέρες.
Άρθρο 121. Τα
φύλλα υπογραφών πρέπει να
καταστρέφονται εντός τριάντα (30)
ημερών από το πέρας της επαλήθευσης
των υπογραφών και της εξέτασης των
ενστάσεων.
Προκήρυξη και ορισμός ημερομηνίας
δημοψηφίσματος
Άρθρο 122. (1) Το δημοψήφισμα προκηρύσσεται
το αργότερον τριάντα πέντε (35)
ημέρες προ της ημερομηνίας της
ψηφοφορίας.
(2) Η ημερομηνία του δημοψηφίσματος μπορεί
να ορίζεται εντός του χρονικού
διαστήματος της παραγράφου (1),
εφόσον ο πρόεδρος της δημοκρατίας
έχει ήδη προκηρύξει δημοψήφισμα για
κάποιο άλλο θέμα, έως την ημερομηνία
του οποίου υπολείπονται
τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες και η
διενέργεια του νέου δημοψηφίσματος
κατά την ίδια ημέρα δεν απειλεί τη
νομιμότητα της διεξαγωγής της
ψηφοφορίας.
(3) Η απόφαση για την προκήρυξη και τον
ορισμό της ημερομηνίας του
δημοψηφίσματος πρέπει να
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβέρνησης.
Άρθρο 123. Στο δημοψήφισμα ο εκλογικός
κατάλογος πρέπει να διατίθεται για
πρόσβαση δεκαοκτώ (18) ημέρες προ της
ημερομηνίας της ψηφοφορίας. Στους
εκλογείς γνωστοποιείται η εγγραφή
τους στον εκλογικό κατάλογο με
έγγραφη ειδοποίηση το αργότερον έως
τη 16η ημέρα προ της
ημερομηνίας της ψηφοφορίας.
Εκλογικά όργανα
Άρθρο 124. (1) Στο δημοψήφισμα ασκούν
αρμοδιότητες οι ακόλουθες
επιτροπές:
(α) η εφορευτική επιτροπή,
(β) η τοπική εκλογική επιτροπή, η οποία
στους δήμους ή κοινότητες με ένα
μόνο εκλογικό τμήμα εκτελεί χρέη
εφορευτικής επιτροπής,
(γ) η περιφερειακή εκλογική επιτροπή,
(δ) η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή.
(2) Στο δημοψήφισμα λειτουργούν τα
ακόλουθα γραφεία:
(α) τοπικό εκλογικό γραφείο,
(β) εκλογικό γραφείο της μονοεδρικής
βουλευτικής εκλογικής περιφέρειας,
(γ) περιφερειακό εκλογικό γραφείο,
(δ) Κεντρικό Εκλογικό Γραφείο.
Άρθρο 125. (1) Τα πρόσωπα που υπέβαλαν την
πρωτοβουλία μπορούν να διορίζουν σε
κάθε εκλογική επιτροπή —με
εξαίρεση της Κεντρικής Εκλογικής
Επιτροπής— από έναν κοινό
αντιπρόσωπο και τα κόμματα που δεν
έλαβαν μέρος στην υποβολή της
πρωτοβουλίας, αλλά διαθέτουν
κοινοβουλευτική ομάδα, από έναν
εκπρόσωπο.
(2) Οι οργανώσεις που υπέβαλαν την
πρωτοβουλία, αλλά δεν διαθέτουν
κοινοβουλευτική ομάδα, μπορούν να
διορίζουν έναν κοινό αντιπρόσωπο
στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή.
Ψηφοφορία
Άρθρο 126. (1) Κατά την ψηφοφορία, την
εξαγωγή του αποτελέσματος και την
άσκηση ένδικων μέσων κάθε ερώτημα
λαμβάνεται υπόψη χωριστά.
(2) Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων από
ένα ερωτημάτων τα θέματα
αναγράφονται στο ψηφοδέλτιο με
συνεχή αρίθμηση, κατά τη σειρά που
αναφέρονται στην προκήρυξη του
δημοψηφίσματος.
Καταμέτρηση των ψήφων
Άρθρο 127. (1) Κατά την εφαρμογή του άρθρου 72
ως «υποψήφιος» νοείται η απάντηση.
(2) Όταν στο ψηφοδέλτιο αναγράφονται
περισσότερα από ένα ερωτήματα, οι
έγκυρες ψήφοι του ψηφοδελτίου
καταμετρούνται κατά ερώτημα. Εάν ο
εκλογέας έδωσε περισσότερες από μία
απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα, οι
συγκεκριμένες ψήφοι του είναι
άκυρες, χωρίς αυτό να επηρεάζει την
εγκυρότητα του όλου ψηφοδελτίου. Τα
ψηφοδέλτια που περιέχουν τόσο
έγκυρες όσο και άκυρες ψήφους
τακτοποιούνται σε ξεχωριστή δέσμη.
Ο αριθμός των έγκυρων απαντήσεων
σημειώνεται πάνω στη δέσμη
αναλυτικά κατά ερώτημα και σε κάθε
ερώτημα κατά απάντηση.
Άρθρο 128. Η εξαγωγή του αποτελέσματος του
δημοψηφίσματος γίνεται από την
Κεντρική Εκλογική Επιτροπή βάσει
των πρωτοκόλλων των εφορευτικών
επιτροπών, μετά την παραλαβή αυτών.
Άρθρο 129. Για το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος η Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή ενημερώνει εγγράφως τον
πρόεδρο της δημοκρατίας και τον
πρόεδρο της Βουλής και δημοσιεύει
σχετική ανακοίνωση στην Εφημερίδα
της Κυβέρνησης.
΄Ενδικα μέσα
Άρθρο 130. (1)
Ενστάσεις κατά της απόφασης της
Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής που
αφορούν την επικύρωση φύλλου
υπογραφών ή του συγκεκριμένου
ερωτήματος απευθύνονται στο
Συνταγματικό Δικαστήριο και
υποβάλλονται στην Κεντρική
Εκλογική Επιτροπή εντός δεκαπέντε
(15) ημερών από τη δημοσίευση της
απόφασης.
(2) Ενστάσεις κατά της απόφασης της Βουλής,
με την οποία προκηρύσσεται
δημοψήφισμα ή απορρίπτεται
υποχρεωτικώς προκηρυσσόμενο
δημοψήφισμα, απευθύνονται στο
Συνταγματικό Δικαστήριο και
υποβάλλονται στην Κεντρική
Εκλογική Επιτροπή εντός οκτώ (8)
ημερών από τη δημοσίευση της
απόφασης. Για την υποβολή της
ένστασης η Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί τον
πρόεδρο της Βουλής, προκειμένου δε
για ένσταση κατά της απόφασης
προκήρυξης δημοψηφίσματος και τον
πρόεδρο της δημοκρατίας.
(4) Το Συνταγματικό Δικαστήριο εκδικάζει
την ένσταση κατά προτεραιότητα. Το
Συνταγματικό Δικαστήριο είτε κάνει
δεκτή την απόφαση της Κεντρικής
Εκλογικής Επιτροπής ή της Βουλής
είτε την απορρίπτει ως αβάσιμη και
καλεί την Κεντρική Εκλογική
Επιτροπή ή τη Βουλή να προχωρήσει σε
επανάληψη της διαδικασίας.
(5) Για ενστάσεις κατά των αποφάσεων που
εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της
εφορευτικής επιτροπής [άρθρο 30, παρ.
(2), εδ. (α) και (β)] —συμπεριλαμβανομένης
και της απόφασης της τοπικής
εκλογικής επιτροπής βάσει του
άρθρου 31, παρ. (2), εδ. (ν)— αποφασίζει
η αρμόδια περιφερειακή εκλογική
επιτροπή. Για ενστάσεις κατά της
απόφασης της περιφερειακής
εκλογικής επιτροπής αποφασίζουν τα
πρωτοδικεία της πρωτεύουσας και των
νομών.
|